-
1 κροκοδιλιάς
Aἀρτεμισία κ. Alex.Trall.Febr.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κροκοδιλιάς
-
2 ὀροφή
A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu. 173, etc.: pleon.,καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155
; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48 ; cf.κέραμος 11.2
: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7.II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.
См. также в других словарях:
κροκοδιλιάς — κροκοδιλιάς, άδος, ἡ (Α) κροκοδίλεον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα ιάς (πρβλ. ιερακ ιάς, νησ ιάς)] … Dictionary of Greek
κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ … Dictionary of Greek
οροφή — Με τη λέξη ο. εννοούμε γενικά την εσωτερική άνω επιφάνεια ενός χώρου, είτε αυτή είναι επίπεδη είτε όχι, σε αντιδιαστολή προς την εξωτερική άνω επιφάνεια που ονομάζουμε στέγη. Η ο. και η στέγη αποτελούν τμήματα του αυτού κατά κανόνα φέροντα… … Dictionary of Greek