-
1 κροκαλός
κροκαλός, kieselsteinig, kiesig; ἐς κροκαλὴν ἠϊόνα Tull. Laur. 2 (VII, 294), wo κροκάλην ἠϊόνος zu lesen scheint.
-
2 κροκαλός
κροκαλός, kieselsteinig, kiesig -
3 πολυ-κρόκαλος
πολυ-κρόκαλος, voll von Kieseln, E. G.
-
4 ἐϋ-κρόκαλος
ἐϋ-κρόκαλος, voll Kies u. Muscheln, ἠϊών u. ä., Nonn. D. 15, 95 u. öfter.
-
5 ἐϋκρόκαλος
ἐϋ-κρόκαλος, voll Kies u. Muscheln -
6 πολυκρόκαλος
См. также в других словарях:
πολυκρόκαλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές κροκάλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόκαλος (< κροκάλη «χαλίκι»), πρβλ. εϋ κρόκαλος] … Dictionary of Greek