Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κροαίνων

См. также в других словарях:

  • κροαίνων — κροαίνω stamp pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κροαίνω — (Α) (μόνο μτχ. ενεστ.) κροαίνων, ουσα, αῑνον 1. (για άλογο) αυτό που χτυπάει τα πόδια του στο έδαφος («θείη πεδίοιο κροαίνω», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ τη χορδή μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. κρούω] …   Dictionary of Greek

  • κυδιώ — κυδιῶ, άω (Α) 1. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ 2. προχωρώ καμαρωτά, καμαρώνω («ὡς δ ὅτε τις στατὸς ἵππος... δεσμὸν ἀπορρήξας θείῃ πεδίοιο κροαίνων... κυδιόων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦδος. Ο τ. τής μτχ. κυδιόων σχηματίστηκε με την κατάλ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»