-
41 κριοῖς
-
42 κριού
-
43 κριοῦ
-
44 κριοί
κρῑοί, κριόςram: masc nom /voc pl -
45 κριούς
κρῑούς, κριόςram: masc acc pl -
46 κριώι
-
47 κριῶι
-
48 κριών
-
49 κριῶν
-
50 κριέ
κρῑέ, κριόςram: masc voc sg -
51 κριόν
κρῑόν, κριόςram: masc acc sg -
52 βούκριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούκριος
-
53 δασυμέτωπος
δᾰσυ-μέτωπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασυμέτωπος
-
54 δεδμάων
δεδμάων· κριὸς ἡγεμών, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεδμάων
-
55 θρακτικόν
θρακτικόν· πορευτόν, and [full] θραξεῖται· πορεύσεται, Hsch.: dial. forms for θρεκτ-, θρεξ-. [full] θραμβόν· καπυρόν, Id. [full] θράμις· κριός, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θρακτικόν
-
56 κρεῖος
-
57 κρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρίδιον
-
58 κριηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριηδόν
-
59 κριοειδής
κρῑο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριοειδής
-
60 κριωπός
κρῑ-ωπός, όν,A = κριοπρόσωπος 1, Trag. ap. Phot.p.151 R.; = κριός VII, POxy.1801.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κριωπός
См. также в других словарях:
Κριός — ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρῖος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… … Dictionary of Greek
κριός — ο 1. τοαρσενικό πρόβατο (και ιδίως ο επιβήτορας), το κριάρι. 2. είδος αρχαίας πολιορκητικής μηχανής. 3. μια από τις κινήσεις στην πάλη. 4. ως κύρ. όν., Κριός, ο αστερισμός στο β. ημισφαίριο, ο πρώτος του ζωδιακού κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριός — κρῑός , κριός ram masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριός ή κριάρι — Αρσενικό πρόβατο. Είναι ζώο αναπαραγωγής, το οποίο επιλέγεται από τα καλύτερα της φυλής, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα, τα οποία ευνουχίζονται και εκτρέφονται για μαλλί και κρέας. Η γεννητική ωρίμανση των κ. ξεκινάει τον 4o με 5o μήνα ή ακόμα… … Dictionary of Greek
Κρείος ή Κρίος ή Κριός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γης, και λατρευόταν στην Πελοπόννησο με τη μορφή κριού. Είχε σύζυγο την Ευρυβία, κόρη του Πόντου, και τρεις γιους, τον Αντραίο, τον Πάλλαντα και τον Πέρση. Μετά… … Dictionary of Greek
Κριοῖν — Κριός ram masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοῖο — Κριός ram masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοῖς — Κριός ram masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κριοί — Κριός ram masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)