Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κριοπρόσωπος

См. также в других словарях:

  • κριοπρόσωπος — κριοπρόσωπος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πρόσωπο κριαριού («κριοπρόσωπον τοῡ Διὸς τὸ ἄγαλμα ποιοῡσι Αἰγύπτιοι», Ηρόδ.) 2. (για πλοίο) αυτός που στην πλώρη του έχει σκαλισμένη τη μορφή ενός κριαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρόσωπον (πρβλ. αιγο… …   Dictionary of Greek

  • κριοπρόσωπον — κρῑοπρόσωπον , κριοπρόσωπος ram faced masc/fem acc sg κρῑοπρόσωπον , κριοπρόσωπος ram faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριωπός — κριωπός, όν (Α) 1. κριοπρόσωπος* 2. το είδος ρεβιθιού κριός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + ωπός* (< ὤψ, ὠπός «όψη»)] …   Dictionary of Greek

  • κριόπρωρος — κριόπρῴρος, ον (Α) (για πλοίο) κριοπρόσωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + πρῳρος (< πρώρα), πρβλ. βού πρωρος, ταυρό πρωρος] …   Dictionary of Greek

  • κριός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 53 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 165 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριγώνου. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»