-
1 κρικωτός
κρικωτός, geringelt, aus Ringen oder Kreisen bestehend; ψιλόταπις Caryst. bei Ath. XII, 548 f; ϑώραξ Eust. 528, 26; – σφαῖρα, eine Ringkugel, sphaera armillaris.
-
2 κρικωτός
κρικωτόςringed: masc nom sg -
3 κρικωτός
-
4 κρικωτός
η, ό[ν] состоящий из колец -
5 κρικωτός
A ringed, made of rings, Caryst.7;θώραξ Eust.528.24
; κ. σφαῖρα armillary sphere, Gem.16.10 (pl.), Gell.3.10.3, Ptol.Geog.7.6, Alm.1.6 (pl.); ἀστρολάβος Sch.Ptol.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρικωτός
-
6 κρικωτόν
κρικωτόςringed: masc acc sgκρικωτόςringed: neut nom /voc /acc sg -
7 κρικωταί
κρικωτόςringed: fem nom /voc pl -
8 κρικωτοί
κρικωτόςringed: masc nom /voc pl -
9 κρικωτούς
κρικωτόςringed: masc acc pl -
10 κρικωτή
κρικωτόςringed: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
11 κρικωτήν
κρικωτόςringed: fem acc sg (attic epic ionic) -
12 κρικωτών
-
13 κρικωτῶν
-
14 болт
1. (стержень для навинчивания гайки) о κοχλίας, ο γόμφοςанкерный - αγκίστρωσης, ο ενδέτηςприжимной - см. натяжной -призонный - ακριβείας, εφαρμοστός -- с крючкообразной головкой - με γάντζο, το αγκιστρωτό βλήτρο- с проушиной κρικωτός -, η μάπαчёрный - οακατέργαστος ήλος, разг. γύφτικος -2. (засов) τομάνδαλο, ο μάνδαλος, η αμπάρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > болт
-
15 κρικωτή
-
16 κρικωτῇ
-
17 κρικωτής
-
18 κρικωτῆς
-
19 κρικωταίς
-
20 κρικωταῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρικωτός — ringed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτός — ή, ό (AM κρικωτός, ή, όν) [κρικούμαι] αυτός που αποτελείται από κρίκους, αλυσιδωτός … Dictionary of Greek
κρικωτός — ή, ό αυτός που έχει κρίκους ή αποτελείται από κρίκους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρικωτῶν — κρικωτός ringed fem gen pl κρικωτός ringed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτόν — κρικωτός ringed masc acc sg κρικωτός ringed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωταῖς — κρικωτός ringed fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωταί — κρικωτός ringed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτοί — κρικωτός ringed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτοῦ — κρικωτός ringed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτούς — κρικωτός ringed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρικωτῆς — κρικωτός ringed fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)