Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κριθάριον

См. также в других словарях:

  • κριθάριον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθαρίου — κριθάριον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριθάρι — Ποώδες φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι Hordeum vulgare. Έχει ύψος περίπου 1 μ. και ισχυρούς, όρθιους και λεπτούς καλάμους, με μεγάλα μεσογονάτια διαστήματα. Τα φύλλα του είναι αραιά,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»