Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κριβανωτός

См. также в других словарях:

  • κριβανωτός — κριβανωτός, ή, όν (Α) βλ. κλιβανωτός …   Dictionary of Greek

  • κριβανωτός — κρῑβανωτός , κριβανωτός baked in a masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανωτά — κρῑβανωτά , κριβανωτός baked in a neut nom/voc/acc pl κρῑβανωτά̱ , κριβανωτός baked in a fem nom/voc/acc dual κρῑβανωτά̱ , κριβανωτός baked in a fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιβανωτός — κλιβανωτός, ή όν (AM, A και κριβανωτός, ή, όν) [κλίβανος] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κλιβανωτόν έδαφος στρωμένο με τεμάχια κεράμου ή υάλου αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. κριβανωτός (ενν. ἄρτος) άρτος ψημένος σε κλίβανο, ο κλιβανίτης 2. φρ. «κριβανωτὰ ζῷα»… …   Dictionary of Greek

  • κριβανωτῶν — κρῑβανωτῶν , κριβανωτός baked in a fem gen pl κρῑβανωτῶν , κριβανωτός baked in a masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανωτοί — κρῑβανωτοί , κριβανωτός baked in a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κριβανωτώς — κρῑβανωτώς , κριβανωτός baked in a masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»