-
1 κρητάριον
κρητάριονcreta: neut nom /voc /acc sg -
2 κρητάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρητάριον
-
3 κρηταρίου
κρητάριονcreta: neut gen sg -
4 κρηταρίω
-
5 κρηταρίῳ
-
6 κρήτη
κρήτη, ἡ, = Lat.
См. также в других словарях:
κρητάριον — κρητάριον, τὸ (AM) μικρό τεμάχιο κιμωλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήτη «κιμωλία» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον)] … Dictionary of Greek
κρητάριον — creta neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηταρίου — κρητάριον creta neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηταρίῳ — κρητάριον creta neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)