-
1 κρης-φύγετον
κρης-φύγετον, τό, der Zufluchtsort, Her. 5, 124. 8, 51. 9, 15 u. Sp., wie Luc. de merc. cond. 11 Eun. 10. Nach VLL. eigtl. ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand.
-
2 κρηςφύγετον
κρης-φύγετον, τό, der Zufluchtsort; ein Schlupfwinkel, wo man vor dem Kreter Minos eine Zuflucht fand
См. также в других словарях:
κρησφύγετο — το (Α κρησφύγετον) τόπος όπου καταφεύγει ή κρύβεται κάποιος, καταφύγιο, κρυψώνας (α. «τ αγρίμια τού λόγγου έβγαιναν από τα σκοτεινά κρησφύγετα», Ζερβ. β. «λέγων ὡς ἄμεινον σφίσι εἴη κρησφύγετόν τι ὑπάρχον εἶναι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει α … Dictionary of Greek