-
1 κρηπίδα
-
2 κρηπῖδα
-
3 κρηπίδ'
κρηπῖδα, κρηπίςman's high boot: fem acc sgκρηπῖδι, κρηπίςman's high boot: fem dat sgκρηπῖδε, κρηπίςman's high boot: fem nom /voc /acc dual -
4 κρηπῖδ'
κρηπῖδα, κρηπίςman's high boot: fem acc sgκρηπῖδι, κρηπίςman's high boot: fem dat sgκρηπῖδε, κρηπίςman's high boot: fem nom /voc /acc dual -
5 βάλλω
βάλλω (βάλλω, -ομεν; βάλλετ(ε); βάλλων: aor. (ἔ) βᾰλε(ν), (ἔ)βαλον; βάλω, -ῃ; βαλέτω; βαλών; βαλεῖν: med. βαλλόμενος: impf. βάλλετο: aor. βάλετ(ο), ἐβάλοντο; βαλέσθαι: pass. βάλλεται: pf. βέβληνται)a throw, cast, act & med. λίθον μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν cast away O. 1.58ᾧτινι ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν (sc. Ἱέρων) P. 1.74 εἰ γὰρ οἴκοι νιν (= βώλακα) βάλε πὰρ χθόνιον Ἄιδα στόμα” P. 4.43 ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; P. 11.40 τότε βάλλεται, τότ' ἐπ ἀμβρόταν χθόν ἐραταὶ ἴων φόβαι fr. 75. 16. ὄφρα Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 3. φῶ[τ]α φά[τναις] ἐν λιθίναις βαλ[ (sc. Ἡρακλέης) fr. 169. 21. met.,ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι πολυάνθεμοι ἀρχαῖα σοφίσμαθ O. 13.16
εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.36
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων P. 8.77
καί σφιν ἐπὶ γλυκεραῖς εὐναῖς ἐρατὰν βάλεν αἰδῶ P. 9.12
ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον ( ἔλαβον v. l.) N. 11.30 πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b strike (with), c. acc. (& dat.), shoot at τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατὸν sc. Bellerophon O. 13.89 met., ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; O. 2.89μὴ βαλέτω με λίθῳ τραχεῖ φθόνος O. 8.55
ἀλλ' ἔσται χρονὸς οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει, τὸ δ οὔπω P. 12.31
πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών (“Gleichzeitig ist πολλῶν καιρὸν auch Objekt zu βαλών”. Radt, Mnemosyne, 1966, 153) N. 1.18 & therefore, crown,χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.57
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὀπὶ νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65
c cast away, lose cf. O. 1.58 οἱ δύο μὲν (sc. δράκοντες)κάπετον, αὖθι δ' ἀτυζόμενοι ψυχὰς βάλον O. 8.39
d med.,I cast (anchor), met.ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.13
II lay down (a foundation) καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων sc. Ἀπόλλων fr. 51a. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἄλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. pass., ἀρχαὶ δὲ (sc. τοῦ ὕμνου) βέβληνται θεῶν κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς (cf. Hesych: βαθμίδες· ἀρχαὶ λόγων v. θεός b.) N. 1.8e in tmesis. ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν v.ἐμβάλλω O. 7.44
τρίτον ἔπι στέφανον βαλών v.ἐπιβάλλω P. 11.14
]πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ Pae. 15.6
f frag. ]ν τοῦτο βαλλεμ[ Πα. 17a. 7. -
6 ἔπος
1 in general, word (of song or speech)οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
φόρμιγγα καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν συμμεῖξαι O. 3.8
ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα, Ζεῦ O. 13.25
ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν P. 2.81
“ φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο” P. 4.29ἦ ῥα Μηδείας ἐπέων στίχες P. 4.57
“ οὔτε ἔργον οὔτ' ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπὼν” P. 4.105βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
χαμαιπετὲς δ' ἄῤ ἔπος οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει (v. τρεῖς) N. 7.48τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ ἀτρόποισι Νεοπτόλεμον ἑλκύσαι ἔπεσι N. 7.104
ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε I. 8.46
πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ[ ] δαιδάλλοισ' ἔπεσιν Παρθ. 2. 32. esp. gen. pl., words of song, song,ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν O. 9.47
Νέστορα ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν, τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν, γινώσκομεν P. 3.113
εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων P. 4.299
Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων ἀοιδοί N. 2.2
εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα N. 6.28
κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς N. 7.16
ἀλλ' ἐπέων γλυκὺν ὕμνον πράσσετε N. 9.3
θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος ( καύχαις coni. Benedictus) N. 9.7 Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (i. e. of epic verse) I. 4.39ἀμνάμονες δὲ βροτοί, ὅ τι μὴ σοφίας ἄωτον ἄκρον κλυταῖς ἐπέων ῥοαῖσιν ἐξίκηται ζυγέν I. 7.19
ἐμο[ὶ δ' ἐπ][ω]ν Pae. 2.103
]ωδ ἐπέων δυνατώτερον Pae. 4.5
]λόγον τερπνῶν ἐπέων[ Pae. 14.34
ἐμὲ δ ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Δ. 2. 24.2 s. in various senses.a speech esp. of praise.εἶπεν ἐν Θήβαισι τοιοῦτόν τι ἔπος O. 6.16
Ἴσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος σὲ ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν παρέχοντι P. 2.66
καὶ τόδ' ἐξαύδασ ἔπος (i. e. answer) N. 10.80ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰπόντ' ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46
b prayerεἰ χρεὼν τοῦθ κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε τοιοῦτο̄ν ἔπος (Heyne: τοιοῦτόν τι codd.) I. 6.42c prophecyτὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9
d taleλεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
e saying Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος (v. Ἡσίοδος) I. 6.67 σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b.3 frag. ]δ' ἔπος[ Pae. 8.10
ῥερῖφθαι ἔπος fr. 318. -
7 κρηπίς
κρηπῑς (-ίς, -ῖδα, -ῖδας.)1 foundation(s). καὶ μυχοὺς διζάσατο βαλλόμενος κρηπῖδας ἀλσέων (sc. Ἀπόλλων) fr. 51a. κεκρότηται χρυσέα κρηπὶς ἱεραῖσιν ἀοιδαῖς fr. 194. met.,βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων P. 4.138
κάλλιστον αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι προοίμιον Ἀλκμανιδᾶν εὐρυσθενεῖ γενεᾷ κρηπῖδ' ἀοιδᾶν ἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας ( κρηπίδ Bergk) fr. 77. 1. -
8 βάλλω
Aβαλέω Il. 8.403
, , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.προ-βάλεσκε Od. 5.331
; later [tense] aor. 1 (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.βαλέειν Il.2.414
,al., Hdt.2.111,al., butβαλεῖν Il.13.387
, 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.βλείς Id.176
, as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.βεβλήκειν Il.5.661
:—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.βαλλέσκετο Hdt.9.74
: [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.βαλεῦ Hdt.8.68
.γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.βληθήσομαι X.HG7.5.11
, ([etym.] δια-) E.Hec. 863; alsoβεβλήσομαι Id.Or. 271
, Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13
([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.ἐβλήθην Hdt.1.34
, Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,ἔβλητο Il.11.675
,ξύμβλητο 14.39
; subj.βλήεται Od.17.472
; opt. βλῇο orβλεῖο Il.13.288
; inf.βλῆσθαι 4.115
; part.βλήμενος 15.495
: [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.βεβλήαται 11.657
(but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.δια-βεβλῇσθε And.2.24
: [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.περι-εβεβλέατο Hdt.6.25
.—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.A [voice] Act., throw:I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495
;τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350
, cf. 4.473, al.; so even inἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73
; and ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514
: c. dupl. acc. pers. et partis,μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583
: c. acc. partis only, 5.19, 657; soτὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15
;δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144
: c. acc. cogn.,ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795
; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.2 less freq. of things, ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph., , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885
(so [voice] Pass.,σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122
(Phld.)); strike the senses, of sound,ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535
, cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412
;τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538
.3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57
(hence metaph., praise, Id.O.2.98);φθόνος βάλλει A.Ag. 947
;φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37
.II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,βαλὼν βέλος Od.9.495
; . 346, cf. Od.20.62;ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629
: c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155
;βέλεσι Od.16.277
: in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29
;ἐπίσκοπα Luc.Am.16
; alone,οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33
: c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.2 generally of anything thrown,εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314
;τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429
; [νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71
; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;β. κόπρον POxy.934.9
(iii A. D.): henceβ. ἀρούρας
manure,PFay.
118.21 (ii A. D.): metaph.,ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364
;β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535
(lyr.);β. λύπην τινί S.Ph.67
.b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;γῆς ἔξω β. S.OT 622
;β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333
; :—[voice] Pass.,ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164
(Mel.); on a sick-bed,Ev.Matt.
8.14: then metaph.,ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221
;ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376
; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα); κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053
.3 let fall,ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306
, cf. 23.697;β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198
, cf. 114;κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206
;κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396
;αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183
; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;βοῦς βεβληκώς SIG958.7
([place name] Ceos).4 of the eyes, ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα cast them, Od.16.179; ;πρόσωπον εἰς γῆν Id.Or. 958
: intr., ὀφθαλμὸς πρὸς τὸ φῶς βαλών aiming at.., Plot.2.4.5; βαλὼν πρὸς αὐτό directing one's gaze at.., Id.3.8.10.5 of animals, push forward or in front,τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572
; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44
: metaph.,β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12
.6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574
, cf. 17.40, 21.104;μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470
;ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721
(lyr.);φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51
;τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33
; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17
;εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12
, cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513
; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16; ;ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16
; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.b esp. of putting round,ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722
; of clothes or arms,ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204
; put on,φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5
.d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).7 of dice, throw,τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33
, cf. Pl.Lg. 968e;ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330
: so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or to be lucky, successful,Phld.
lr.p.51 W., Rh.1.10 S.III intr., fall,ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722
, cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)ἔβαλε Act.Ap.27.14
; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29; ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.2 in familiar language, away with you! be hanged!Ar.
V. 835, etc.;βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a
, cf. Men.Epit. 389.B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107
;εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435
;ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84
, etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610
.2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513
(lyr.).4 lay as foundation,κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3
, cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b
;χάρακα Plb.3.105.10
, Poll. 8.161; simply, build,ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13
; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.; .II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (butλουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303
). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.) -
9 κρηπίς
A man's high boot (cf. AB273), half-boot, Hegem. Parod.4, X.Eq.12.10, Thphr.Char.2.7 (dub.): distd.from ὑποδήματα, Aristocl.Hist.8; κ. λευκαί, a mark of effeminacy, Timae.82.b κρηπῖδες soldiers' boots, i.e. soldiers themselves, Theoc.15.6.II generally, groundwork, foundation, basement of a building or altar, Hdt.1.93, S.Tr. 993(anap.), E. Ion38(pl.), HF 985, X.An.3.4.7, IG12.372.67; κ. καὶ στυλοβάτας ib.42(1).102.7 (Epid.); τύμβου 'πὶ κρηπῖδ' E.Hel. 547: metaph.,βάλλεσθαι κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων Pi.P.4.138
; κ. ἀοιδᾶν βαλέσθαι ib.7.3;ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας Id.Fr.77
;κ. γένους E.HF 1261
;ἡ ἐγκράτεια ἀρετῆς κ. X.Mem.1.5.4
, cf. Onos.4.4: οὐδέπω κακῶν κ. ὕπεστιν we have not yet got to the bottom of misery, A.Pers. 815;κ. θαλάσσης Opp.H.3.453
, 5.48; κ. καὶ ἕδρα νόσου foundation and seat of disease, Max.Tyr.13.7.2 walled edge of a river or canal, quay, Hdt.1.185,2.170, Plb.5.37.8, PTeb.382.9 (i B. C.); abutment of a bridge, Epigr.Gr.1078.3 ([place name] Adana); tiers of seats in a theatre, IG11(2).203 A 95 (Delos, iii B. C.).IV a bandage, Sor.Fasc.59.
См. также в других словарях:
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek
κρηπίδα — η 1. βάση οικοδομήματος. 2. το πλησιέστερο προς την ξηρά τμήμα του βυθού της θάλασσας. 3. λιθόκτιστη άκρη όχθης ποταμού ή προκυμαίας, μουράγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρηπῖδα — κρηπίς man s high boot fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρηπίδα ή κρεπίδα — (Crepis). Γένος πολυετών, διετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Πρόκειται για χνουδωτές ή σπανιότερα γυμνές πόες, ύψους 5 150 εκ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά, δαντελωτά ή ακέραια. Τα άνθη τους είναι κίτρινα, γλωσσοειδή και … Dictionary of Greek
κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… … Dictionary of Greek
κρηπῖδ' — κρηπῖδα , κρηπίς man s high boot fem acc sg κρηπῖδι , κρηπίς man s high boot fem dat sg κρηπῖδε , κρηπίς man s high boot fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γρηπίδα — η 1. κρηπίδα 2. προεξοχή στέγης· [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τής λ. κρηπίδα*] … Dictionary of Greek
υφαλοκρηπίδα — Προέκταση της ακτής σχεδόν ορίζοντια ή με ελαφρά κλίση κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, πέρα από την οποία η ακτή κατεβαίνει απότομα προς το βυθό. Βλ. λ. Θάλασσα (Δίκαιο). * * * η, Ν 1. γεωλ. η ηπειρωτική κρηπίδα, η οποία αποτελεί το πρώτο… … Dictionary of Greek
ηπειρωτικοί σχηματισμοί — Ιζήματα που έχουν αποτεθεί από τον άνεμο, τους ποταμούς και τους παγετώνες ή μέσα σε λίμνες ή προέρχονται από την αλλοίωση επιφανειακών πετρωμάτων. ηπειρωτική κρηπίδα.Υποθαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ηπείρους και έχει μικρό βάθος (το πολύ έως… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… … Dictionary of Greek