Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κρηπῖδα

См. также в других словарях:

  • κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδα — η 1. βάση οικοδομήματος. 2. το πλησιέστερο προς την ξηρά τμήμα του βυθού της θάλασσας. 3. λιθόκτιστη άκρη όχθης ποταμού ή προκυμαίας, μουράγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρηπῖδα — κρηπίς man s high boot fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρηπίδα ή κρεπίδα — (Crepis). Γένος πολυετών, διετών ή μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Πρόκειται για χνουδωτές ή σπανιότερα γυμνές πόες, ύψους 5 150 εκ. Τα φύλλα τους είναι οδοντωτά, δαντελωτά ή ακέραια. Τα άνθη τους είναι κίτρινα, γλωσσοειδή και …   Dictionary of Greek

  • κρηπίδωμα ή κρηπίδα — Ονομασία, στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, του βάθρου πάνω στο οποίο οικοδομείται ένα μνημειακό κτίσμα. Το κ. αποτελείται από τρεις αναβαθμούς (σκαλοπάτια) με διαστάσεις μεγαλύτερες των κανονικών. Ο ανώτερος αναβαθμός αποκαλείται στυλοβάτης,… …   Dictionary of Greek

  • κρηπῖδ' — κρηπῖδα , κρηπίς man s high boot fem acc sg κρηπῖδι , κρηπίς man s high boot fem dat sg κρηπῖδε , κρηπίς man s high boot fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρηπίδα — η 1. κρηπίδα 2. προεξοχή στέγης· [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τής λ. κρηπίδα*] …   Dictionary of Greek

  • υφαλοκρηπίδα — Προέκταση της ακτής σχεδόν ορίζοντια ή με ελαφρά κλίση κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, πέρα από την οποία η ακτή κατεβαίνει απότομα προς το βυθό. Βλ. λ. Θάλασσα (Δίκαιο). * * * η, Ν 1. γεωλ. η ηπειρωτική κρηπίδα, η οποία αποτελεί το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • ηπειρωτικοί σχηματισμοί — Ιζήματα που έχουν αποτεθεί από τον άνεμο, τους ποταμούς και τους παγετώνες ή μέσα σε λίμνες ή προέρχονται από την αλλοίωση επιφανειακών πετρωμάτων. ηπειρωτική κρηπίδα.Υποθαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τις ηπείρους και έχει μικρό βάθος (το πολύ έως… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Τυνησία — I Τυνησία Κράτος της βόρειας Αφρικής. Βρέχεται στα βόρεια και στα ανατολικά από τη Mεσόγειο, και συνορεύει στα δυτικά με την Aλγερία και στα νότια με τη Λιβύη.Tο έδαφος της Tυνησίας περιλαμβάνει το τμήμα εκείνο της Σαχάρας που εκτείνεται στα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»