-
1 κρημνώδες
-
2 κρημνῶδες
-
3 Ὄθρυς
-
4 Ὄθρυς
Ὄθρυς, -υοςGrammatical information: f.Meaning: high chain of mountains in Thessaly (Hdt., Str.), also ὄθρυν Κρῆτες τὸ ὄρος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unknown. After Mahlow Neue Wege 497 for ὀφρῦς with variation θ: φ (cf. Schwyzer 302 f.). Worthless "Pelasgian" etymology by Carnoy Ant. class. 24, 20. Furnée 198 compares Myc. oduruwe, -wo (Ruijgh Etudes 185 n. 439). Anyhow, the name is no doubt Pre-Greek.Page in Frisk: 2,355Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Ὄθρυς
См. также в других словарях:
κρημνῶδες — κρημνώδης precipitous masc/fem voc sg κρημνώδης precipitous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρημνώδης — ες (AM κρημνώδης, ῶδες) αυτός που μοιάζει με γκρεμό ή ο γεμάτος γκρεμούς, απότομος («τὸ κρημνῶδες τῆς ἑκατέρωθεν ὄχθης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + ώδης] … Dictionary of Greek
οθρυόεν — ὀθρυόεν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀθρυόεν τραχύ, ὑλῶδες, δασύ, κρημνώδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄθρυν + κατάλ. όεις, όεν] … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek
κάβος — ο (λ. ισπαν.), ακρωτήριο ψηλό και κρημνώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)