-
1 κρημνόθεν
κρημνόθεν, aus dem Abgrunde, Orph. Arg. 995.
-
2 κρημνόθεν
См. также в других словарях:
κρημνόθεν — (Α) επίρρ. από την κορυφή τού γκρεμού, από ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. αγρό θεν, οίκο θεν)] … Dictionary of Greek