-
1 κρε-ώδης
-
2 κρεώδης
κρε-ώδης, ες, fleischartig, fleischig
См. также в других словарях:
κρεατώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με κρέας 2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ώδης] … Dictionary of Greek
1 κρε-ώδης
2 κρεώδης
κρεατώδης — ες 1. αυτός που μοιάζει με κρέας 2. σαρκώδης, ευτραφής, κρεατωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + ώδης] … Dictionary of Greek