-
1 κρεάδιον
-
2 κρεάδιον
κρεάδιον, τό, ein Stückchen Fleisch -
3 carnicula
-
4 carnicula
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > carnicula
См. также в других словарях:
κρεάδιον — κρεᾴδιον, τὸ (AM) μικρό κομμάτι κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. ζυγ άδιον, κηπ άδιον)] … Dictionary of Greek
κρεᾴδιον — morsel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεάδιον — κρεά̱διον , κρεάδιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεαιδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίοις — κρεᾴδιον morsel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίου — κρεᾴδιον morsel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾳδίων — κρεᾴδιον morsel neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεᾴδια — κρεᾴδιον morsel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κρεαδίοις — κρεᾱδίοις , κρεάδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεαδίου — κρεᾱδίου , κρεάδιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)