-
1 κρεοδαισία
κρεο-δαισία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρεοδαισία
См. также в других словарях:
πανδαισία — ιων. τ. πανδαισίη, ή, ΝΑ πλούσιο και μεγαλοπρεπές συμπόσιο, γεύμα όπου παρευρίσκονται όλοι και παρατίθεται κάθε είδος φαγητού, η ευωχία, το φαγοπότι νεοελλ. μτφ. πλούτος πνευματικών απολαύσεων ή αφθονία υλικών αγαθών (α. «μουσική πανδαισία β.… … Dictionary of Greek