Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κρεοστάθμη

См. также в других словарях:

  • κρεοστάθμη — κρεοστάθμη, ἡ (Α) ζυγαριά για ζύγισμα κρεάτων …   Dictionary of Greek

  • κρεοστάθμης — κρεοστάθμη butcher s steelyard fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»