Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κρεισσότεκνος

См. также в других словарях:

  • κρεισσότεκνος — κρεισσότεκνος, ον (Α) αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ τεκνος, πολύ τεκνος] …   Dictionary of Greek

  • κρεισσοτέκνων — κρεισσότεκνος dearer than children masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»