-
1 κρειο-δόκος
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI, 306).
-
2 κρεη-δόκος
κρεη-δόκος, = κρειο-δόκος, ἐσχάρα, Philp. 13 (VI, 101).
-
3 κρειοδόκος
κρειο-δόκος, Fleisch aufnehmend, enthaltend
См. также в других словарях:
κρειοδόκος — κρειοδόκος, ον (Α) φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο (πρβλ. κρε[ο] ) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βου δόκος, μηλο δόκος] … Dictionary of Greek