-
1 κρεανομέοντο
κρεᾱνομέοντο, κρεανομέωdivide the flesh: imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) -
2 νομέω
νομέω, = νέμω, zw., τὰ περισσὰ κρέα νομέοντο γυναῖκες, Theocr. 26, 24, wo besser κρεανομέοντο geschrieben wird; vgl. Lob. Phryn. 590.
См. также в других словарях:
κρεανομέοντο — κρεᾱνομέοντο , κρεανομέω divide the flesh imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρεανομώ — κρεανομῶ και κρεωνομῶ, έω (Α) [κρεανόμος] 1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα τής θυσίας 2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.) 3. μέσ. κρεανομοῡμαι, έομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους… … Dictionary of Greek