Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρεανομέοντο

См. также в других словарях:

  • κρεανομέοντο — κρεᾱνομέοντο , κρεανομέω divide the flesh imperf ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρεανομώ — κρεανομῶ και κρεωνομῶ, έω (Α) [κρεανόμος] 1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα τής θυσίας 2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.) 3. μέσ. κρεανομοῡμαι, έομαι μοιράζομαι κάτι με άλλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»