-
1 κραύρον
-
2 κραῦρον
-
3 κραῦρος
A = κραῦρα, Arist.HA 604a14; also, a disease of bees, prob. in Hsch. ( καυροώς cod.).------------------------------------A brittle, friable (κραῦρον τὸ τελέως ξηρόν, ὥστε καὶ πεπηγέναι δι' ἔλλειψιν ὑγρότητος Id.GC 330a6
), Pl.Ti. 60d ([comp] Comp.); of wood, Thphr.HP1.6.2, al., Eust.1906.11; opp. μαλακός, γλίσχρος, Arist.PAl.c., GA 734b32; of meat, θερμότερον ἢ κραυρότερον ἢ μέσως ἔχον (apptly.) dry and cold, Eub.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραῦρος
См. также в других словарях:
κραῦρον — κραῦρος a disease of bees masc acc sg κραῦρος a disease of bees neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραύρος — κραῡρος, α, ον, θηλ. και ος (AM) 1. ξηρός («τὸ δὲ ὑπὸ πυρὸς τάχους τὸ νοτερὸν πᾱν ἐξαρπασθὲν καὶ κραυρότερον ἐκείνου ξυστάν», Πλάτ.) 2. εύθραυστος, εύθρυπτος 3. σκληρός, τραχύς («ὑγροτέραν τε γὰρ ἀναγκαῑον αὐτῶν εἶναι τὴν κίνησιν, ὥστε δεῑ καὶ… … Dictionary of Greek