-
1 κραυγάζω
A = κράζω, of dogs, bay, Lyr.Adesp.135; of ravens, croak, Arr.Epict.3.1.37; of men, cry aloud, shout, D.54.7, LXX 2 Es.3.13, Ev.Jo.18.40, Polem.Cyn.40, Gal.8.287; κ. μὴ θυμοῦ" Phld.Ir.p.70 W.;κραυγάζω κοὐκ ἐπακούει Riv.Fil.57.380
([place name] Aptera).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραυγάζω
См. также в других словарях:
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek