-
21 ἀπαντάω
Aἀπήντων Th.4.127
, [dialect] Dor. [ per.] 3sg. : [tense] fut. , Plb.4.26.5, etc.; but better- ήσομαι Th.4.77
, 7.2 and 80, X.HG1.6.3, Lys.2.32, etc.: [tense] aor. , Th.2.20: [tense] pf. , D.18.15:—the [voice] Med., used in act. sense by Polyaen.1.21.1 ([tense] impf.), al., is censured by Luc.Lex.25; so also [tense] pf.ἀπήντημαι Plb.2.37.6
, D.H.6.88, etc.I mostly of persons, move from a place to meet a person, and generally, meet, encounter,τινί Hdt.8.9
, E.Supp. 772, etc.;ἐξ ἐναντίας ἀ. Pl.Lg. 893e
; ἀ. ταῖς ὁμοίαις φύσεσι encounter, fall in with them, D.60.20: abs., any one that meets you, any chance person,Pl.
R. 563c;οἱ ἀπαντῶντες D.36.45
, Alex.78, cf. 87.b freq. with a Prep., ἀ. τινὶ εἰς τόπον come or go to a place to meet him, meet him at a place, Hdt.2.75;ἐς τωὐτό 6.84
;ἐπὶ Τριποδίσκον Th.4.70
; τὸν μὲν ἐς τὰς Σίφας ἀ., τὸν δ' ἐπὶ τὸ Δήλιον ib.89: without dat. pers., present oneself at a place, Id.7.1;εἰς Κύζικον X.HG1.3.13
;ἀ. ἐνθάδε Ar.Lys.13
;δεῦρο πάλιν ἀ. Pl.Tht. 210d
, etc.2 freq. in hostile sense, meet in battle, ἀ. δορί (dat. pers. being omitted) E.Ph. 1392; ;τοῖς βαρβάροις Μαραθῶνάδε And.1.107
;ἀ. Ἀθηναίοις ἐς Τάραντα Th.6.34
, cf. 2.20, 3.95;ἀ. πρός τινα Isoc.4.86
,90; generally, resist, oppose in any way,νομοθέτῃ ἀ. λέγων.. Pl.Lg. 684d
; διὰ λόγων νουθετικῶν ἀ. prob. ib. 740e;ἀ. τραχέως πρὸς τὰς τῶν πλησιαζόντων ὀργάς Isoc.1.31
;ἀ. τοῖς εἰρημένοις
rejoin, reply,Id.
11.30;τοῖς θορύβοις Arist.Rh.Al.
l.c.;πρὸς ἕκαστον D.21.24
.b abs., present oneself in arms, attend the muster, E.Ba. 782.3 freq. as a law-term, meet in open court,τῷ καλεσαμένῳ Pl.Lg. 937a
, cf. D.39.3, etc.: without dat. pers., ἀ. πρὸς τὴν δίκην present oneself at the trial, Pl.Lg. 936e; πρὸς ἣν [ δίκην] οὐκ ἀπήντα did not appear to defend his cause, D.21.90; ἀ. πρὸς τὸν διαιτητήν, etc., come before him, Id.40.11, etc.;εἰς ἡμέραν τὴν συγκειμένην ἀ. εἰς τὸ Ἡφαιστεῖον 33.18
;ἐπὶ τὰ ἱερά 42.7
; ἐπὶ τὴν δίαιταν Test. ap. eund.21.93; ἀ. ἐπὶ τοῖς ἀλλοτρίοις ἀγῶσι to be present at other people's suits, meddle with them, D.21.205: abs., appear in court, 40.16, etc.4 ἀ. εἰς.. enter into a thing, attempt it,εἰς τὸν ἀγῶνα Pl.Lg. 830a
; ἀ. εἰς τὴν τίμησιν come to the question of rating, Aeschin.3.198;ἀ. εἰς τὰς χρείας Arist.EN 1158a8
;ἀ. πρὸς τὰς μαθήσεις Pl.Tht. 144b
; πρὸς τὴν ἐρώτησιν, τὸ πρόβλημα, Arist. Metaph. 1036a14, Ph. 213b3; ἀ. πρὸς τὴν τροφήν go to seek it, Id. de.An. 421b12;ἀ. ἐπί..
have recourse to..,D.
21.151, 24.193, etc.;ἐπὶ ταύτας τὰς οἰκίας ἀ. οἱ τραγῳδοποιοί Arist.Po. 1454a12
.II of things, come upon one, meet or happen to one, , cf. Bion l. c.;τοῖς πρὸς ὑμᾶς ζῶσι τοσαύτην κωφότητα.. παρ' ὑμῶν ἀπαντᾶν D.19.226
; ἐπὶ τῶ κεφαλαίψ τῶν πραγμάτων ἀ. [ ἡ ῥᾳθυμία] 'comes home to roost', 10.7;ἀ. αὐτῷ κραυγὴ παρὰ τῶν δικαστῶν Aeschin.1.163
;μή τίς σοι ἐναντίος λόγος ἀ. Pl.Phd. 101a
, cf. D.H.4.33, etc.2 abs., happen, occur, turn out, Ar.Lys. 420, Pl.Ep. 358e, Arist.Pol. 1302a6, Top. 160a23, al.;τούτων ἀπαντώντων Hdt.8.142
:—[voice] Pass., Plb. 2.7.4, Phld.Herc.1251.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαντάω
-
22 κραυγάζω
κραυγάζω (s. next entry) impf. ἐκραύγαζον; fut. κραυγάσω; 1 aor. ἐκραύγασα (poet. Fgm. in Pla., Rep. 10 p. 607b [of a dog]; Demosth. 54, 7; Epict 3, 1, 37 [of a raven]; 3, 4, 4; 2 Esdr 3:13 λαὸς ἐκραύγασεν φωνῇ μεγάλῃ; TestSol) to utter a loud sound, ordinarily of harsh texture, cry (out), with context indicating kind of articulation. Of animal sounds, as the grunting of hungry swine B 10:3.—Of the human voice, cry out, cry for help, scream excitedly (Epict 1, 18, 19; Polemo, Decl. 1, 40 p. 14, 16) Mt 12:19; Ac 22:23. Also w. λέγοντες foll., which introduces direct discourse Mt 15:22 v.l.; J 18:40; 19:6, 12 (s. κράζω 2a). Without λέγ. w. direct discourse foll. vs. 15. Of a loud cry in a moment of exaltation κ. ὡσαννά J 12:13 (v.l. ἔκραζον + λέγοντες). κ. φωνῇ μεγάλῃ w. direct discourse foll. J 11:43; IPhld 7:1.—Of possessive spirits coming out of persons, and speaking in human languages δαιμόνια κραυγάζοντα καὶ λέγοντα ὅτι w. direct discourse foll. Lk 4:41 (to N. app. add P75; for the expression cp. TestSol 1:12 ἐκραύγασε λέγων).—B 1250. DELG s.v. κραυγή. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
ούρλιασμα — και ουρλιαχτό, το [ουρλιάζω] 1. η χαρακτηριστική μακρόσυρτη κραυγή ζώου, σκούξιμο 2. μτφ. (για πρόσ.) άναρθρη κραυγή … Dictionary of Greek
κοκκύτης — και κοκίτης, ο ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή εισπνευστικό συριγμό και τελειώνουν με την… … Dictionary of Greek
κουκουβίζω — και κουκουβιάζω 1. (για πτηνά) κουρνιάζω («σαν περιστέρες... κι εκεί που παν να φυλαχτού τρέμουν και κουκουβίσου», Ερωτόκρ.) 2. (για πρόσ.) κάθομαι οκλαδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από την κραυγή τών πτηνών ή < κουκούβα < λατ. cucuba… … Dictionary of Greek
αγριομουγκάλισμα — και αγριομουγκάνισμα, το [αγριομουγκαλίζω] άγρια, δυνατή κραυγή σαν μυκηθμός βοδιού … Dictionary of Greek
ανακραξιά — και ανάκραξη, η [ανακράζω] κραυγή, ξεφωνητό … Dictionary of Greek
σαλάγη — και σαλαγή, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) θόρυβος, κραυγή, βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σαλαγῶ] … Dictionary of Greek