Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κρατήσ-ιππος

См. также в других словарях:

  • κρύψιππος — κρύψιππος, ον (Α) 1. αυτός που, επειδή είναι μικρόσωμος, κρύβεται από έναν ίππο 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κρύψιππος σκωπτική ονομασία τού μικρόσωμου Χρυσίππου από τον φιλόσοφο Καρνεάδη, επειδή τον ανδριάντα τού Χρυσσίπου στον Κεραμεικό τόν… …   Dictionary of Greek

  • κτήσιππος — (4ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, γιος του στρατηγού Χαβρία. Διακωμωδήθηκε πολλές φορές από τους κλασικούς ποιητές, εξαιτίας του αχαλίνωτου ηδονισμού του, παρά τις μάταιες προσπάθειες του φίλου του, Φωκίωνα, να τον συνετίσει. Ο Κ. είχε το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»