Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κραταίλεως

См. также в других словарях:

  • κραταίλεως — κραταίλεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + λεως (< λᾶας «λίθος»)] …   Dictionary of Greek

  • κραταίλεως — κραταίλεω̆ς , κραταίλεως adverbial κραταίλεω̆ς , κραταίλεως masc/fem nom pl κραταίλεω̆ς , κραταίλεως masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραταίλεων — κραταίλεω̆ν , κραταίλεως masc/fem/neut gen pl κραταίλεω̆ν , κραταίλεως masc/fem acc sg κραταίλεω̆ν , κραταίλεως neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • κραταιλέωι — κραταιλέῳ , κραταίλεως masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • lēu-2 : lǝu- —     lēu 2 : lǝu     English meaning: stone     Deutsche Übersetzung: ‘stein”     Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»