-
1 κραταιλεως
-
2 κραταίλεως
κραταίλεω̆ς, κραταίλεωςadverbialκραταίλεω̆ς, κραταίλεωςmasc /fem nom plκραταίλεω̆ς, κραταίλεωςmasc /fem nom /voc sg -
3 κραταιλέως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιλέως
-
4 κραταίλεως
κραταί-λεως, ων, hartsteinig, felsig -
5 κραταίλεων
κραταίλεω̆ν, κραταίλεωςmasc /fem /neut gen plκραταίλεω̆ν, κραταίλεωςmasc /fem acc sgκραταίλεω̆ν, κραταίλεωςneut nom /voc /acc sg -
6 κραταιλέωι
κραταιλέῳ, κραταίλεωςmasc /fem nom /voc pl -
7 Rocky
adj.Of rock: under rock.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rocky
-
8 Rugged
adj.Rocky: P. and V. πετρώδης.Precipitous: P. ἀπότομος (Plat.), ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. ὀκρίς; see Precipitous.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Rugged
-
9 Stony
adj.P. and V. πετρώδης, V. κραταίλεως, λεπαῖος.Rough: P. and V. τραχύς, P. χαλεπός, V. στυφλός.met., fierce: P. and V. ἄγριος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stony
См. также в других словарях:
κραταίλεως — κραταίλεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + λεως (< λᾶας «λίθος»)] … Dictionary of Greek
κραταίλεως — κραταίλεω̆ς , κραταίλεως adverbial κραταίλεω̆ς , κραταίλεως masc/fem nom pl κραταίλεω̆ς , κραταίλεως masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταίλεων — κραταίλεω̆ν , κραταίλεως masc/fem/neut gen pl κραταίλεω̆ν , κραταίλεως masc/fem acc sg κραταίλεω̆ν , κραταίλεως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κραταιλέωι — κραταιλέῳ , κραταίλεως masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lēu-2 : lǝu- — lēu 2 : lǝu English meaning: stone Deutsche Übersetzung: ‘stein” Material: Gk. Hom. λᾶας, gen. λᾶος ‘stone” (Ausgleichung from originally *λῆFας; λά̆Fα[σ]ος n.), Att. λᾶας and λᾶς m., gen. λᾱου etc.; Hom. λᾶιγξ, pl. λά̄ιγγες f. “ … Proto-Indo-European etymological dictionary