-
1 κραταί-ρῑνος
κραταί-ρῑνος, mit starker Haut, die Schildkröte, Orak. bei Her. 1, 47.
-
2 κραταίρινος
κρᾰταί-ρῑνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίρινος
-
3 κραταίρῑνος
κραταί-ρῑνος, mit starker Haut, die Schildkröte -
4 κραταιρινος
См. также в других словарях:
κραταίρινος — κραταίρινος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα, σκληρό όστρακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + ρινoς (< ῥινός «δέρμα ανθρώπου ή ζώων»), πρβλ. κοσκινό ρινος, οστρακό ρινος] … Dictionary of Greek