-
1 κραταιβολος
-
2 κραταίβολος
κρᾰταί-βολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταίβολος
-
3 κρᾱταίβολος
-
4 κραταιβόλους
κραταίβολοςhurled with violence: masc /fem acc plκραταιβόλοςmasc /fem acc pl -
5 κραταιβόλω
κραταίβολοςhurled with violence: masc /fem /neut dat sgκραταιβόλοςmasc /fem /neut dat sg -
6 κραταιβόλῳ
κραταίβολοςhurled with violence: masc /fem /neut dat sgκραταιβόλοςmasc /fem /neut dat sg -
7 χερμάς
A large pebble or stone, esp. for throwing or slinging, sling-stone,τηλεβόλος Pi.P.3.49
; (lyr.);κραταίβολος E.Ba. 1096
: of pebbles on the seabeach, A.R.2.695 (cf. στία), AP7.693 (Apollonid.); also in later Prose, D.H.9.21, al.II in later Poets, large block of stone, Lyc.20,616, AP7.371 (Crin.).
См. также в других словарях:
κραταίβολος — κραταίβολος, ον (Α) αυτός που εξακοντίζεται με ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, ιχθύ βολος] … Dictionary of Greek
κραταιβόλους — κραταίβολος hurled with violence masc/fem acc pl κραταιβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραταιβόλῳ — κραταίβολος hurled with violence masc/fem/neut dat sg κραταιβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek