-
1 Κρατία
Κρατίᾱ, Κρατίευςmasc acc sg (attic) -
2 πονηρο-κρατία
πονηρο-κρατία, ἡ, die Herrschaft schlechter Menschen, D. Hal. 8, 5. 31.
-
3 πλουτο-κρατία
πλουτο-κρατία, ἡ, Herrschaft des Reichthums, der Reichen, Xen. Mem. 4, 6, 12.
-
4 τῑμο-κρατία
τῑμο-κρατία, ἡ, bei Plat. Rep. VIII, 545 c u. öfter, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; bei Arist. eth. 8, 10 ein Staat, in welchem die Aemter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census vertheilt werden.
-
5 χειρο-κρατία
χειρο-κρατία, ἡ, das Faustrecht, das Recht des Stärkern, übh. gewaltsame Regierung, Pol. 6, 9,7 u. a. Sp.
-
6 γυναικο-κρατία
γυναικο-κρατία, ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.- κρασία.
-
7 δουλο-κρατία
δουλο-κρατία, ἡ, Sklavenherrschaft, Ios., v. l. δουλοκράτεια.
-
8 δημο-κρατία
δημο-κρατία, ἡ, Volksherrschaft, Demokratie, Thuc. 2, 37 u. sonst; vgl. bes. 6, 89. u. Arist. Pol. 3, 8. 6, 4.
-
9 μονο-κρατία
μονο-κρατία, ἡ, = Folgdm, Sp.
-
10 θεο-κρατία
θεο-κρατία, ἡ, Gottesherrschaft, Ios.
-
11 θεᾱτρο-κρατία
θεᾱτρο-κρατία, ἡ, Theaterherrschaft (Herrschaft der Zuschauer im Urtheil über ein Drama), Ggstz ἀριστοκρατία, Plat. Legg. III, 701 a.
-
12 θαλασσο-κρατία
θαλασσο-κρατία, ἡ, Oberherrschaft zur See, Strab. I, 48.
-
13 λᾱο-κρατία
λᾱο-κρατία, ἡ, = δημοκρατία, Sp.
-
14 ἀριστο-κρατία
ἀριστο-κρατία, ἡ, Plat. u. sonst, bessere Form für ἀριστοκράτεια.
-
15 ὀχλο-κρατία
ὀχλο-κρατία, ἡ, Herrschaft des großen Haufens, Pöbelherrschaft, Pol. 6, 4, 6. 57, 9.
-
16 ἀ-κρατία
ἀ-κρατία, ἡ, att., Thuic.; Plat., Nebenform von ἀκράτεια.
-
17 ἱππο-κρατία
ἱππο-κρατία, ἡ, Reitersieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24.
-
18 ἰσο-κρατία
ἰσο-κρατία, ἡ, = ἰσοκράτεια; Her. 5, 92; Tim. Locr. 95 c, v. l. ἰσοκρατείας.
-
19 Κρατίας
Κρατίᾱς, Κρατίευςmasc acc pl -
20 γυναικο-κράτεια
γυναικο-κράτεια, ἡ, dasselbe, Plut. Lyc. 14, wenn nicht auch hier - κρατία zu schreiben.
См. также в других словарях:
Κρατία — Κρατίᾱ , Κρατίευς masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρατίας — Κρατίᾱς , Κρατίευς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… … Dictionary of Greek
θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] … Dictionary of Greek
ιστοριοκρατία — η η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
λογικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί τη λογική ως βάση τής φιλοσοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογική + κρατία (< κράτης < κράτος πρβλ. γυναικο κρατία, λαο κρατία)] … Dictionary of Greek
χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] … Dictionary of Greek