Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κρατία

См. также в других словарях:

  • Κρατία — Κρατίᾱ , Κρατίευς masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρατίας — Κρατίᾱς , Κρατίευς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθικοκρατία — η το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο η ηθικότητα αποτελεί την ύψιστη αξία που καθορίζει το νόημα τού ανθρώπινου βίου και τού κόσμου γενικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + κρατία (< κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοκρατία — η (Α θαλασσοκρατία, αττ. τ. θαλαττοκρατία) η κυριαρχία, η ηγεμονία τών θαλασσών και ειδικότερα ο έλεγχος στις εμπορικές κυρίως οδούς ναυσιπλοΐας («ἥ τε Μίνω θαλαττοκρατία θρυλεῑται καὶ ἡ Φοινίκων ναυτιλία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * +… …   Dictionary of Greek

  • θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • θεατροκρατία — θεατροκρατία, ἡ (Α) το κράτος τών θεατών, η απόλυτη εξουσία τών θεατών στο θέατρο, η επικράτηση και επιβολή τής γνώμης τών θεατών για ένα παριστανόμενο δράμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + κρατία < κρατής < κράτος, πρβλ. δημο κρατία. λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • ιπποκρατία — ιπποκρατία, ἡ (Α) επικράτηση τού ιππικού, νίκη τού ιππικού σε μάχη («χαίρω τῇ ἱπποκρατίᾳ», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • ιστοριοκρατία — η η αναγωγή όλων τών πολιτισμικών φαινομένων σε ιστορικά αίτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορία + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. αξιο κρατία, δημο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κεφαλαιοκράτη ή στην κεφαλαιοκρατία, καπιταλιστικός («κεφαλαιοκρατική κοινωνία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφάλαιο + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, κληρο κρατία. Απόδοση την ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …   Dictionary of Greek

  • λογικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα που θεωρεί τη λογική ως βάση τής φιλοσοφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογική + κρατία (< κράτης < κράτος πρβλ. γυναικο κρατία, λαο κρατία)] …   Dictionary of Greek

  • χρησιμοκρατία — η, Ν χρησιμοθηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. φαυλο κρατία, ωφελιμο κρατία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»