-
1 κραστήρια
κραστήριονrack: neut nom /voc /acc pl -
2 ἐνήλατον
I the four rails, which make the frame of a bedstead,ἐ. ξύλα S.Fr. 315
, cf. Ph.1.666 ([dialect] Att. κραστήρια, acc. to Phryn.155): later in sg., ἐνήλατον, τό, bedstead, Sor.2.61;τὸ τῆς κλίνης ἐ. PSI6.616.17
(iii A.D.).IV ἐνήλατον· μέρος νεώς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνήλατον
См. также в других словарях:
κραστήρια — κραστήριον rack neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПОСТЕЛЬ — • Lectus. I. У греков: ευ̉νή, состояла 1. из κλίνη, кровать. Четыре стороны κλίνη, ε̉νήλατα (κραστήρια) состояли из столбов, которые, будучи положены друг на друга, покоились на ножках. У того конца, где была голова, был… … Реальный словарь классических древностей
κραστήριο — το (Α κραστήριον) είδος σχάρας, η οποία στερεώνεται στον τοίχο, πάνω από τη φάτνη τών ιπποστασίων, όπου τοποθετείται η χορτονομή τών ίππων αρχ. στον πληθ. τὰ κραστήρια οι κολόνες τού κρεβατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρασ (πρβλ. κράστις «γρασίδι») +… … Dictionary of Greek