-
41 cornus
1. cornus, ūs, m. s. cornu.————————2. cornus, ī, f. (κράνον, κράνεια), I) der (mit hornhartem Holze versehene Kornelkirschbaum (Cornus mascula, L.), Verg. georg. 2, 448. Col. 5, 7, 1. Plin. 16, 103 u. 105. – Nbf. cornus, ūs, f., Abl. cornu, Varro r. r. 3, 16, 22. Plin. 16, 228 u. 17, 201. Ov. her. 10, 107. Serv. Verg. Aen. 9, 698. – II) das Kornelkirschholz, Ov. met. 7, 678. – meton. der Lanzenschaft, die Lanze aus Kornelkirschholz, Verg. Aen. 9, 698; 12, 267. Ov. her. 10, 107. Stat. Theb. 7, 647 u. spät. Dichter: Plur. cornus, Sil. 4, 550. -
42 κιονόκρανο
κιονόκρανο τοкапитель – верхняя часть колонны, расположенная между стволом опоры и горизонтальным перекрытиемЭтим.< κίων + κράνον «колонна + верхняя часть головы, череп»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κιονόκρανο
-
43 ἀγλαόκαρπος
ἀγλᾰόκαρπος, -ονa with splendid fruit ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.b with beautiful wrists [ ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα (v.l. ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) N. 3.56] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6. -
44 ἀγλαόκολπος
ἀγλᾰόκολπος, -ον1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) N. 3.56 ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4. -
45 κιονόκρανον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κιονόκρανον
-
46 κράνεια
A cornelian cherry, Cornus mas,κ. τανύφλοιος Il.16.767
;ἁψάμενον βρόχον αἰπὺν ἀφ' ὑψήλοιο κ. Demetr.
Troez. 1; καρπὸς κρανείης, as food for swine, Od.10.242;ἰσχυρότατον ἡ κ. Thphr.HP5.6.4
; τόξον κρανείας of cherry-wood, E.Fr. 785;ῥάβδος κρανείας Ael.NA1.23
, 12.43; of cornel-wood,IG
11(2).161 A 104 (Delos, iii B. C.); κράνεια alone, = spear, AP6.123 ([place name] Anyte): —also [full] κρᾰνία, Hp.Mochl.42 (gen. - ίης), Dsc.1.119, Gal.12.41, Arr. An.2.3.7; [full] κρᾰνέα, Gp.10.87.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράνεια
-
47 κράνος
A helmet, Hdt.1.171, 4.180, al., A.Th. 385, E. El. 470 (lyr.), Ar.Ach. 584, 1103, X.Cyr.6.1.51, IG12.278.49, Plu.2. 789d, Jul.Or.2.53b.2 metaph.,τὸ δὲ τοῦδε κ. ὁ κοινὸς ἀήρ Aret. SD2.6
.II ship's ram, Tim. Pers.21. (The [pron. full] ᾰ shows that it is akin to κρᾰναός ( hard), rather than to κρᾱνίον.)------------------------------------2 rod of cherry-wood, PTeb.39.31 (ii B. C.); χιτῶνί καὶ κράνῳ καὶ πιλίῳ ib.230 (ii B. C.) (here perh. = κράνος A). -
48 λεοντόκρανον
λεοντό-κρᾱνον, τό,A = Ἀμαζονικὸν ὅπλον, Com.Adesp.1365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεοντόκρανον
-
49 μεσόκρανον
μεσό-κρᾱνον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσόκρανον
-
50 πάγκρανον
πάγ-κρᾱνον, τό,A = θαψία, Ps.-Dsc.4.153 ( παγκράτιον Wellmann).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκρανον
-
51 τοιχόκρανον
τοιχό-κρᾱνον, τό,A top of a wall, coping, Ph.Bel.83.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τοιχόκρανον
-
52 ἡμίκρανον
ἡμί-κρᾱνον, τό,A = ἡμίκραιρα 1, Alex. Trall.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίκρανον
-
53 ὀχετόκρανον
ὀχετό-κρᾱνον, τό,A end or issue of an aqueduct, Hyp.Fr. 132, Mnemos. 42.332 (Argos, iv B. C.):—[var] Dim. [suff] ὀχετο-κράνιον, τό, EM644.48, AB287 (expld. by κηλώνειον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχετόκρανον
-
54 ὄλειρ
A v. ὠλ-. -
55 κρᾶνίον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κρᾶνίον
-
56 ἐγκρανίς
-
57 ἐπίκρᾱνον
ἐπί-κρᾱνον, τό, alles auf dem Kopfe Befindliche, Kopfputz; Kopfbedeckung. In der Baukunst: der Säulenkopf -
58 ἡμίκρᾱνον
ἡμί-κρᾱνον, τό, der halbe Kopf -
59 κῑονόκρᾱνον
κῑονό-κρᾱνον, τό, Säulenknopf, -knauf -
60 μεσόκρᾱνον
μεσό-κρᾱνον, τό, die Mitte des Schädels
См. также в других словарях:
κράνον — cornum. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶνον — κραίνω ṇ y aor imperat act 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνω — κράνον cornum. neut nom/voc/acc dual κράνον cornum. neut gen sg (doric aeolic) κρά̱νω , κραίνω ṇ y aor subj act 1st sg (attic) κρά̱νω , κραίνω ṇ y aor ind mid 2nd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνα — κράνον cornum. neut nom/voc/acc pl κράνᾱ , κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) κρά̱νᾱ , κρήνη well fem nom/voc/acc dual (doric) κρά̱νᾱ , κρήνη well fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνοις — κράνον cornum. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνου — κράνον cornum. neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράνων — κράνον cornum. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίκρανον — ἡμίκρανον, τὸ (AM) βλ. ημίκραιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κρανον (< *κρανον < κρανίον), πρβλ. δί κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek
κοχλιόκρανο — το η κεφαλή τού κοχλία, τής βίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + κρανον (< αμάρτυρο *κρᾶνον, βλ. λ. κρανίον), πρβλ. περί κρανον, ωλέ κρανον. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
λεοντόκρανον — λεοντόκρανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀμαζονικὸν ὅπλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον, κιονό κρανον] … Dictionary of Greek