-
1 κραιπαλάω
A to be intoxicated, Ar.Pl. 298, Plb.15.33.2, Ph.1.260, Plu.Dem.7, Luc.Bis Acc.17, etc.;μειρακίων τινῶν -ώντων Epicur. Fr. 114
.2 have a sick headache after a debauch,κραιπαλῶν ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας Pl.Smp. 176d
;ἐχθὲς ὑπέπινες, εἶτα νυνὶ κραιπαλᾷς Alex. 286
;εἰ τοῦ μεθύσκεσθαι πρότερον τὸ κραιπαλᾶν παρεγίγνεθ' ἡμῖν Id.255.1
;παρέξω Λέσβιον, Χῖον.., ὥστε μηδένα κραιπαλᾶν Philyll.24
.3 carouse, revel, D.C.77.17, Alciphr.1.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπαλάω
-
2 κραιπάλη
κραιπᾰλ-η, ἡ,A drinking-bout,ἐκ κραιπάλης Ar.Ach. 277
, V. 1255;τὰς κεφαλὰς ὑγιεῖς ἔχειν ἐκ κ. Alex. 9.8
;κ. καὶ μέθη Ev.Luc.21.34
;χθεσινὴ κ. Luc.Laps.1
, cf. Procop. Goth.1.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπάλη
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский