Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κραιπᾰλώδης

См. также в других словарях:

  • κραιπαλώδης — given to drunkenness masc/fem acc pl (attic epic doric) κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραιπαλώδης — ες (Α κραιπαλώδης, ῶδες) αυτός που έχει παραδοθεί στη μέθη, ο μέθυσος. επίρρ... κραιπαλωδώς (Α κραιπαλωδῶς) με συμπεριφορά μεθυσμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπάλη + κατάλ. ώδης] …   Dictionary of Greek

  • κραιπαλῶδες — κραιπαλώδης given to drunkenness masc/fem voc sg κραιπαλώδης given to drunkenness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • κραιπάλη — η (AM κραιπάλη) υπερβολική μέθη («μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακόλαστη ζωή 2. αλόγιστη σπατάλη αρχ. 1. κρασοκατάνυξη 2. πονοκέφαλος που οφείλεται σε υπερβολική οινοποσία («ὁκόσοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»