-
1 κραιπνός
κραιπνός (ΚΡΑΠ, wahrscheinlich mit ἅρπω zusammenhangend), reißend schnell; ὅστις ἐλαφρότατος ποσσὶ κραιπνοῖσι πέλοιτο Il. 23, 749, u. öfter in dieser Vrbdg, auch κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς, Od. 17, 27. Der Boreaswind heißt κραιπνός, Od. 5, 385, wie ϑύελλαι 6, 171, schnelle, mit sich fortreißende Winde; übertr., κραιπνότερος νόος, schnell, heftig, Il. 23, 590; – βέλος Pind. P. 4, 90; κραιπνότεραι ἀνέμων ib. 209; κραιπνῷ ποδί Aesch. Pers. 95; sp. D., wie Simmias ov. 17. – Adv., κραιπνῶς ποσὶ ϑέομεν Od. 8, 247, ἀνόρουσε Il. 10, 162.
-
2 κραιπνός
κραιπνός, reißend schnell. Der Boreaswind heißt κραιπνός, wie ϑύελλαι, schnelle, mit sich fortreißende Winde; übertr., κραιπνότερος νόος, schnell, heftig -
3 κραιπνος
31) резвый, быстрый(πόδες Hom.)
2) быстро несущийся, стремительный, бурный(Βορέας, θύελλαι Hom.; βέλος Pind.)
3) поспешный, опрометчивый(νόος νέου ἀνδρός Hom.)
-
4 κραιπνός
κραιπνόςswift: masc nom sg -
5 κραιπνός
1 swift “ Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνόν” P. 4.90 κυλινδέ- σκοντό τε (sc. πέτραι)κραιπνότεραι ἢ βαρυγδούπων ἀνέμων στίχες P. 4.209
σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. -
6 κραιπνός
A swift, rushing, Βορέης, θύελλαι, Od.5.385, 6.171;πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι Il.16.671
, 681: in Hom. freq.ποσσὶ κραιπνοῖσι Il.23.749
, etc.;κραιπνῷ ποδί A.Pers.95
(lyr.);πηδήμασιν κραιπνοῖσι S.Ichn.213
;κ. βέλος Pi.P.4.90
; κυλινδέσκοντο -ότεραι ἢ ἀνέμων στίχες, of the Symplegades, ib. 209;σθένει κραιπνοί Id.Fr. 133
: metaph., hasty, rash, κραιπνότερος νόος, of a youth, Il.23.590. Adv. -νῶς, ἀνόρουσε 10.162
;προσεβήσετο 14.292
;διέπτατο 15.83
;θέομεν Od.8.247
: neut. pl. as Adv.,κραιπνὰ ποσὶ προβιβάς 17.27
;κ. διωκέμεν ἠδὲ φέβεσθαι Il.5.223
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραιπνός
-
7 κραιπνός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κραιπνός
-
8 κραιπνός
Grammatical information: adj.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Earlier (e.g. Curtius 143 a. 525) connected with καρπάλιμος; the phonetic interpretation (Solmsen KZ 30, 602) is hardly convincing, s. Schwyzer 274. - Older explanations in Bq. Cf. on κραιπάλη. Could it represent *krapy-n- (cf. on ἐξαίφνης - ἐξαπίνης)?Page in Frisk: 2,4Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κραιπνός
-
9 παλίγ-κραιπνος
παλίγ-κραιπνος, sehr schnell, ποσί, Simm. ovum (XV, 27).
-
10 κραιπνά
κραιπνόςswift: neut nom /voc /acc plκραιπνά̱, κραιπνόςswift: fem nom /voc /acc dualκραιπνά̱, κραιπνόςswift: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 κραιπνόν
κραιπνόςswift: masc acc sgκραιπνόςswift: neut nom /voc /acc sg -
12 κραιπναί
κραιπνόςswift: fem nom /voc pl -
13 κραιπνοί
κραιπνόςswift: masc nom /voc pl -
14 κραιπνούς
κραιπνόςswift: masc acc pl -
15 κραιπνή
κραιπνόςswift: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 κραιπνήν
κραιπνόςswift: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 κραιπνότατοι
κραιπνόςswift: masc nom /voc superl pl -
18 κραιπνότατος
κραιπνόςswift: masc nom superl sg -
19 κραιπνότεραι
κραιπνόςswift: fem nom /voc comp pl -
20 κραιπνότεροι
κραιπνόςswift: masc nom /voc comp pl
См. также в других словарях:
κραιπνός — κραιπνός, ή, όν (Α) 1. ορμητικός, ταχύς, γρήγορος («ποσὶ κραιπνοῑσι πεποιθώς», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. αυτός που επέρχεται γρήγορα, οξύς («κραιπνότερος μὲν γάρ τε νόος», Ομ. Ιλ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κραιπνά ορμητικά, γρήγορα («κραιπνά...… … Dictionary of Greek
κραιπνός — swift masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνά — κραιπνός swift neut nom/voc/acc pl κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc/acc dual κραιπνά̱ , κραιπνός swift fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνῶν — κραιπνός swift fem gen pl κραιπνός swift masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνόν — κραιπνός swift masc acc sg κραιπνός swift neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπναῖσι — κραιπνός swift fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπναί — κραιπνός swift fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖο — κραιπνός swift masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖς — κραιπνός swift masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖσι — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραιπνοῖσιν — κραιπνός swift masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)