-
1 κραθή
-
2 κραθῇ
-
3 κρίνω
κρῑνω ( κρίνει: aor. ἔκρῖνας: pass. κρίνεται: aor. κρᾰθη, κρᾰθεν; κρᾰθείς: pf. κέκρᾰται: κεκρᾰμένων, κεκρᾰμένα, -μέναι.)a decide, judgeπότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς, οὕνεκεν ἐν πολέμῳ κείνα θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.35
pass., be brought to a decision, ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός ( having passed the crisis, a medical met., cf. van Brock, Le Vocabulaire Médical, Paris, 1961, 214) N. 4.1b allot pass.ἤτοι βροτῶν γε κέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.84
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
pf. part. διείργει δὲ (sc. ἄνδρας καὶ θεοὺς)πᾶσα κεκριμένα δύναμις N. 6.2
τιμαὶ δὲ βροτοῖσι κεκριμέναι Παρθ. 1. 7.c pass., part σύνθεσιν ταύταν ἐπαινήσαντες οἱ μὲν κρίθεν sc. Jason and Pelias P. 4.168d pass., be distinguishedπαῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
-
4 κατακρατέω
A prevail over, c. gen. pers.,κατακρατεῖν ἀνδρὸς εἴωθεν γυνή Men.646
, cf. Thphr.CP2.14.4;τῶν πολεμίων Plb.16.30.5
: metaph., of pleasure,κ. τοῦ οἴκου Stoic.3.98
; also c. acc., τους ἄλλους ἀρετῇ κ. D.C.54.29;ὁ ἵππος πρεσβύτερος ἤδη ὢν οὐ κ. τὰς θηλείας PCair.Zen.225.8
(iii B. C.):—[voice] Pass., to be overcome,ὑπὸ νόμου βελτίονος Zaleuc.
ap. Stob.4.2.19.2 abs., prevail, gain the mastery, gain the victory,κατὰ μοῖρ' ἐκράτησεν A.Pers. 101
(lyr.), cf. Hdt.7.168, Th. 6.55, Pl.Lg. 840e; ὁ Πηνειὸς τῷ οὐνόματι κατακρατέων ἀνωνύμους τοὺς ἄλλους [ ποταμοὺς]εἶναι ποιέει Hdt.7.129
; of an opinion, D.C.57.15; of planetary influence, predominate, Procl.Par.Ptol.18,al.II c. acc. rei, gain the mastery over, ἀμάχους ῥώμας, εὔνοιαν, Ph.2.117, 438; win,στέφανον D.Chr.9.13
: c. gen. rei, τῆς προθέσεως become master of one's purpose, Plb.5.38.9;τοῦ γενέσθαι τι Id.28.13.13
;τῶν ὅλων Id.3.81.10
; retain possession of,τῆς πόλεως Id.1.8.1
; master,τῆς Ελληνικῆς διαλέκτου Id.39.1.4
, cf. Cleom.1.10;ἰδιότητος Porph.Sent.33
.2 digest, concoct,τὰς τῶν σίτων τροφάς Pl. Lg. 789d
, cf. Arist.Pr. 930b31:—[voice] Pass.,τῇ εὐχυλίᾳ Sor.1.53
(fort. - κραθῇ).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακρατέω
См. также в других словарях:
κραθῇ — κρᾱθῇ , κεράννυμι mix aor subj pass 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)