-
1 κραδη-φορία
κραδη-φορία, ἡ, das Tragen von Feigenzweigen, Plut. Symp. 4, 5, 3.
-
2 κραδηφορία
κραδη-φορία, ἡ, das Tragen von Feigenzweigen -
3 κραδηφορια
См. также в других словарях:
κραδηφορία — κραδηφορία, ἡ (Α) το να κρατάει κάποιος κλαδιά συκιάς κατά τη διάρκεια μιας εορτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «κλαδί» + φορία (< φορῶ < φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. ανθο φορία, λαμπαδη φορία] … Dictionary of Greek