-
1 κραδαίνεται
κραδαίνωswing: pres ind mp 3rd sg -
2 κραδαίνω
A swing, ; wave, brandish, ; ;δόρυ Anacreont.27
A9; shake,χθόνα δ' ἐκ πυθμένων.. πνεῦμα κραδαίνοι A.Pr. 1047
(anap.):—[voice] Pass., αἰχμὴ.. κραδαινομένη κατὰ γαίης quivering [ after it fixes itself] in the ground, Il.13.504, cf. Plb.6.25.5, AP6.97 (Antiphil.); [ἀκόντιον] ὡς μάλιστα -όμενον χρὴ ἐξικέσθαι Arr.Tact.39.2
, cf.41.2; of a bell, to be set in vibration, Phlp.in de An. 355.23, al.;σημεῖα -όμενα Procop.Pers.2.10
.2 agitate, τὸ σῶμα, of epilepsy, Praxag.(?) ap.Herod.Med. in Rh.Mus.58.76; of hiccough, Antyll. ap. Orib.8.6.24; κ. πόλιν, of an earthquake, D.H.16.6: metaph., agitate,τὴν Πελοπόννησον Plu.Alc.15
;τὴν Ἀσίαν Id.Ant. 37
:—[voice] Pass., to be agitated, tremble, ἡ ὄψις (of fixed stars)..κραδαίνεται Arist.Cael. 290a22
, Thphr.Vert.8: [tense] aor.ἐκραδάνθην Plu.Alex.74
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραδαίνω
См. также в других словарях:
κραδαίνεται — κραδαίνω swing pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκράδαντος — εὐκράδαντος, ον (Α) αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α κράδαντος] … Dictionary of Greek
κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] … Dictionary of Greek
πλεοχροϊσμός — ο, Ν (κρυσταλλ. φυσ.) η εκλεκτική απορρόφηση, από διαφόρους κρυστάλλους, φωτός που κραδαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroism (< pleochroic «πλεοχροϊκός» + ism)] … Dictionary of Greek