-
1 κρίμας
См. также в других словарях:
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
κρίμα — το, ατος 1. αμάρτημα, παράπτωμα: Πήγες στον πνευματικό να ξομολογηθείς τα κρίματά σου; 2. αδικία, ατυχία: Είναι κρίμα να σκοτωθεί τέτοιος επιστήμονας. 3. επιρρηματικά κρίμα ή κρίμας, δηλώνει λύπη, συμπάθεια: Κρίμα τα λεφτά που ξόδεψα για σένα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)