-
1 вешалка
вешалка ж 1) (помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριο' сдать пальто на \вешалкау δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα 2) (для одежды, шляп ) η κρεμάστρα у меня оторвалась \вешалка μου ξυλώθηκε το κρε μαστάρι* * *ж1) ( помещение) η γκαρνταρόμπα, το βεστιάριοсдать пальто́ на ве́шалку — δίνω το παλτό μου στην γκαρνταρόμπα
2) (для одежды, шляп) η κρεμάστραу меня́ оторвала́сь ве́шалка — μου ξυλώθηκε το κρεμαστάρι
-
2 креозот
креозотм хим. τό κρεόζωτον, τό κρε-οζώτο, τό σωσίκρεας. -
3 плакучий
плаку́ч||ийприл:\плакучийая и́ва Ιτέα ἡ κρε-μοκλαδής, ἡ κλαίουσα (Ιτέα). -
4 Yes
adv.ION.Did Athena in truth lift him from the ground?CRE.Yes, into her maiden hands:ΙΩ. ἦ καὶ σφʼ Ἀθάνα γῆθεν ἐξανείλετο;ΚΡΕ. ἐς παρθένους γε χεῖρας(Eur., Ion, 269).Yes for: P. and V. γάρ.HEL.Is the opinion that ye hold so sure?TEUC.Yes! for I saw her with mine own eyes and my mind sees her now.ἙΛ. οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ;ΤΕ. αὐτὸς γὰρ ὄσσοις εἰδόμην καὶ νοῦς ὁρᾷ. (Eur., Hel. 121).To add emphasis: P. and V. δή, δῆτα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Yes
См. также в других словарях:
κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… … Dictionary of Greek
κρέ' — κρέα , κρέας flesh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρείον — κρεῑον, ιων. τ. κρήϊον, τὸ (Α) 1. τραπέζι ή σανίδα πάνω στην οποία κοβόταν και παρασκευαζόταν το κρέας 2. κρέας 3. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο *κρέ ειον (< θ. κρε τού κρέας) με υφαίρεση. Ο τ. κρήϊον, που απαντά στον Ησύχ.,… … Dictionary of Greek
κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… … Dictionary of Greek
αιτιατική πτώση — Η πτώση που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο κατευθύνεται η ενέργεια του υποκειμένου. Τη μεταχειριζόμαστε όταν απαντούμε στην ερώτηση «ποιον;» ή «τι;». Π.χ. «Ποιον θέλεις;» «Τον Κώστα» ή «Τι ξέχασες;» «Τον αναπτήρα μου». Η α.π. έχει… … Dictionary of Greek
Kreatin — Krea|ti̱n [zu gr. ϰρεας, Gen.: ϰρεατος = Fleisch] s; s: Stoffwechselprodukt des Eiweißes im Muskelgewebe der Wirbeltiere und des Menschen, das zu ↑Kreatinin abgebaut wird … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
Kreatorrhö — Krea|tor|rhö̱, auch: Krea|tor|rhöe [...rö̱; zu gr. ϰρεας, Gen.: ϰρεατος = Fleisch u. gr. ϱ̔ει̃ν = fließen] w; , ...rrhö̱en: Ausscheidung von unverdauten Fleischfasern im Stuhl … Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke
μικρέ — μῑκρέ , μικρός small masc voc sg μῑκρέ , σμικρός small masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίκρ' — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρέ , μικρός small masc voc sg μῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl μῑκρά , σμικρός small neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίκρ' — σμῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual σμῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σμῑκρέ , μικρός small masc voc sg σμῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl σμῑκρά , σμικρός small… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπίνω — ἐπιπίνω (Α) 1. πίνω κατόπιν ή επί πλέον («ἐπιπίνοι δὲ μελίκρητον», Ιπποκρ.) 2. πίνω μετά το φαγητό («κρέ’ ἔδων καὶ ἐπ’ ἄκρητον γάλα πίνων», Ομ. Οδ.) 3. (απολ.) πίνω … Dictionary of Greek