Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

κρέμβαλον

См. также в других словарях:

  • κρέμβαλον — κρέμβαλον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τὰ κρέμβαλα κρόταλα προσαρμοσμένα στα δάχτυλα τών χορευτών, με τα οποία αυτοί κρατούσαν τον ρυθμό τού χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που ανάγεται στον παρεκτεταμένο με χειλικό τ. *kre b τής ΙΕ ρίζας *ker ,… …   Dictionary of Greek

  • κρέμβολα — κρέμβολα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) πηνία, καρούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. κρέμβαλον*] …   Dictionary of Greek

  • κρεμβαλιάζω — (Α) [κρέμβαλον] κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»