-
1 κρέας
κρέας, κρέως and later κρέατος (s. Thumb 96; Meister-hans3-Schw. p. 143 [an Attic ins of 338 B.C. w. κρέατος]; Thackeray 149, 3; Soph., Lex. s.v. κρέας), τό meat (Hom.+) pl. τὰ κρέα (B-D-F §47, 1; PsSol 8:12; JosAs 10:14; Jos., Ant. 10, 261) φαγεῖν κρέα (LXX; TestJud 15:4) Ro 14:21; 1 Cor 8:13; κρέας (Gen 9:4; Just., D. 126, 6) GEb 308, 32; 34f.—B. 202. DELG. M-M. TW. -
2 κρέας
Grammatical information: n.Meaning: `meat, piece of meat'.Other forms: Gen. κρέως (sec. κρέατος; Attica 338a); Pl. nom. κρέᾰ (Il., innovation; very uncertain κρέατα Od.), gen. κρεῶν (IA.), also κρειῶν (Hom.; prob. for κρεέων), κρεάων (h. Merc. 130; Zumbach Neuerungen 3), dat. κρέασι (Il.), also κρέεσσι (Orac. ap. Hdt. 1, 47), κρεάεσσι (late Ep.).Dialectal forms: Dor. κρῆςCompounds: As 1. member usually κρεο- (after the ο-stems), e.g. κρεο-κοπέω `cut meat' (A., E.), also κρεω- (after γεω-, λεω- a. o.) as v. l. and e.g. in κρεω-δαίτης `meat-distributor' (Phld.), κρε-άγρα `meat-pincer' (Ar.; elision, from κρεο-), κρεᾱ-νόμος, - έω, - ία `distributing meat' (E., Is., hell.; after ἀγορᾱ-νόμος; after this κρεᾱ-δοτέω, - σία), κρεη-φαγέω `eat meat' (Hp., analogical beside κρεο-φ.). Details on the inflexion Schwyzer 516, Sommer Μνήμης χάριν 2, 145 ff., Chantraine Gramm. hom. 1, 209 f.; on the form of the 1. member Solmsen Unt. 23 n. 1. Rarely as 2. member: πάγ-κρεας `sweetbread, pancreas' (Arist., medic.), γλυκύ-κρεος `with sweet meat' (Sophr.) a. o.Derivatives: Diminut. κρεᾳδιον (IA.), κρεΐσκος (Alex. 189), κρεύλλιον (Theognost.); with κρεώδης `meaty' (Arist., Thphr.), κρεῖον `butcher' stall' (I 206; H. κρήϊον), after ἀγγεῖον a.o.; not with Specht KZ 62, 230 n. 2 and Ursprung 126 from *κρέϜι-ον with old i-stem; quite uncertain κρηστήριον (Attica IVa).Etymology: But for the accent κρέας can be identical with Skt. kravíṣ- n. `raw flesh'; basis * kreuh₂s- n. Wrong Benveniste Origines 31. Skt. krūr-á- `raw, bloody' \< * kruh₂-ro-. Beside it Skt. kravyám n. `raw flesh' = OPr. krawian n., Lith. kraũjas m. `blood' (all *kreuh₂-i̯-); with diff. ablaut e.g. OCS krъvь f. `blood' (* kruh-i-). - More forms Pok. 621f., W.-Hofmann s. cruor, crūdus, cruentus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kraũjas, Vasmer Russ. et.Wb. s. krovь.See also: S. auch κρύος.Page in Frisk: 2,11-12Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρέας
См. также в других словарях:
ελαστικότητα — Χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων σωμάτων –των ελαστικών–, τα οποία, αν υποβληθούν σε μια παραμορφωτική δράση, τείνουν να επανακτήσουν την αρχική τους κατάσταση, όταν σταματά αυτή η δράση. Τα πιο γνωστά παραδείγματα ελαστικών σωμάτων είναι τα… … Dictionary of Greek
πετεινός — Κοινή ονομασία διάφορων ορνιθόμορφων της οικογένειας των Φασιανιδών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η φυλή του, είτε είναι άγριος ή κατοικίδιος, κάθε π. έχει στο κεφάλι του ένα σαρκώδες λειρί, διάφορων σχημάτων, που συνοδεύεται μερικές φορές από ένα… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek