-
1 κραταιγός
-
2 κραταιγός
-
3 κράταιγος
κράταιγοςthorn: masc nom sg -
4 κράταιγος
Grammatical information: m.Meaning: `hawthorn, Crataegus oxyacantha' (Thphr.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prellwitz, Bq and WP. 1, 10 assumed κρατύς `hard' and αἰγ- in αἰγίλωψ (s. v.), which explains nothing. Thus also Mayer Glotta 35, 157 (to αἰγ-ανέη). Wrong Machek Ling. Posn. 2, 152. So unknown.Page in Frisk: 2,8Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράταιγος
-
5 κράταιγος
κρᾰται-γος, ὁ,A thorn, Crataegus Heldreichii, Thphr.HP3.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κράταιγος
-
6 crataegos
crataegos (-us), ī, f. u. crataegōn, onis, Akk. ona, f. (κράταιγος, κραταιγών), die Stechpalme, rein lat. aquifolia, nach Plin. 27, 63: nach Neueren der Elzbeerenbaum (Crataegus torminalis, L.).
-
7 κραταιό-γονος
κραταιό-γονος, ὁ, = κραταιγός, Galen.
-
8 κραταιγών
-
9 боярышник
бот. κράταιγος η οξυάκανθαразг. το λευκάγκαθοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > боярышник
-
10 crataegos
crataegos (-us), ī, f. u. crataegōn, onis, Akk. ona, f. (κράταιγος, κραταιγών), die Stechpalme, rein lat. aquifolia, nach Plin. 27, 63: nach Neueren der Elzbeerenbaum (Crataegus torminalis, L.).Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > crataegos
-
11 κραταιγών
A = κράταιγος, Thphr.HP3.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραταιγών
См. также в других словарях:
κράταιγος — thorn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράταιγος — ο (Α κράταιγος και κραταιγών) γένος δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια ροδίδες και από τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχουν οκτώ είδη γνωστά ως μουρτζιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτ αιγος. Το α συνθετικό… … Dictionary of Greek
πυράκανθο — (κράταιγος ή κοτονέαστρος ο πυράκανθος). Αειθαλής θάμνος της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στη βόρεια Ελλάδα έως τον Όλυμπο. Είναι πυκνοκλαδής, ύψους 2 3 μ., με αραιά αγκάθια. Έχει φύλλα λεία, δερματώδη, στίλβοντα άνω,… … Dictionary of Greek
глог — кизил, Cornus sanguinea (первонач., вероятно, боярышник ) и глод Crataegus Oxyacantha (возм., диссимилировано из глог или сближено с глодать), глоговина вид рябины , укр. глiг, род. п. глогу боярышник , болг. глогът – то же, сербохорв. гло̏г, род … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
κραταιγών — κραταιγών, όνος, ὁ (Α) βλ. κράταιγος … Dictionary of Greek
μέσπιλο — το (Α μέσπιλον) ο καρπός τής μεσπιλιάς, αλλ. μέσκουλο, μούσμουλο αρχ. 1. το φυτό μεσπίλη 2. το φυτό κράταιγος ο αζαρόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική, πρβλ. λατ. mespilum, a, από όπου το αρχ. άνω γερμ.… … Dictionary of Greek
μεσπίλη — μεσπίλη, ἡ (Α) 1. μεσπιλιά η γερμανική τού Θεοφράστου 2. μεσπίλη η ανθηδών που αναφέρει επίσης ο Θεόφραστος, αλλ. κράταιγος η οξυάκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μέσπιλον με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μουμουτζελιά — και μουμουτσελιά, η κοινή ονομασία τού φυτού κράταιγος η οξυάκανθα … Dictionary of Greek
μουρτζιά — η κοινή ονομασία τών αυτοφυών στην Ελλάδα ειδών τού γένους φυτών κράταιγος … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
ροδώδη — τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που περιλαμβάνει 3.200 περίπου είδη και τής οποίας τα μεγαλύτερα είδη είναι ο βάτος, ο κράταιγος, η ποτεντέλλα και η ροδή, κν. τριανταφυλλιά … Dictionary of Greek