-
1 κουφισμα
- ατος τό облегчение, утешение, поддержкаχειρὸς θυραίας ἀμμένειν κουφίσματα Eur. — ожидать посторонней помощи;
κ. πρὸς τὰς τύχας Plut. — утешение в превратностях судьбы -
2 κουφισμος
См. также в других словарях:
κούφισμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ … Dictionary of Greek
κουφίσματα — κούφισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφίσματος — κούφισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)