-
61 καλλικομος
2(ῐ) прекрасноволосый -
62 καλλιοπη
-
63 κορη
эп.-ион. κούρη, Trag. тж. κόρα и κούρα, дор. κώρα ἥ1) девушка, дева(κόραι καὴ γυναῖκες Plat.)
ἐνάλιοι κόραι Arph. — морские девы, т.е. нимфы;ἁ πτερόεσσα κόρα Soph. — крылатая дева, т.е. Сфинкс2) невеста3) молодая женщина, жена(προσεῖπεν Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν, sc. Ἑλένην Eur.)
4) дочьκ. Διός Hom. = Ἀθήνη;
Λητῴα κ. Soph. = Ἄρτεμις;κ. Ἰναχείη Aesch. = Ἰώ;Γῆς τε καὴ Σκότου κόραι Soph. — дочери Земли и Мрака, т.е. Эринии5) изваяние девушки, женская статуэткаκόραι τε καὴ ἀγάλματα Plat. — женские статуэтки и (другие) изображения или ( как hendiadys) женские изваяния
6) зрачок(ὀμμάτων κόραι Eur.)
7) глаз(κόραι στάζουσι δακρύοις Eur.)
8) ( в персидской одежде) длинный и широкий рукав -
64 φυγοδεμνιος
2бегущий от брачного ложа, убегающий от брачных уз(Διὸς κούρα, т.е. Παλλάς Anth.)
-
65 χλιδανοσφυρος
-
66 χρυσοπεπλος
-
67 назначать
1. (на должность, на пост) διορίζωτοποθετώ2. (состав, режим) προσδιορίζωκαθορίζω3. (ассигновывать) κατανέμω, διανέμω, επιμερίζω 4. (лечение) ορίζω (κούρα/φάρμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > назначать
-
68 стрижка
1. (растений) το κλάδεμα, η κλάδευση 2 (животных) η κουρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стрижка
-
69 курс
курсм1. (направление) ἡ πορεία, ἡ ρότα / перен ἡ κατεύθυνση [-ις], ἡ διεύ-θυνση [-ις]:\курс на север πορεία προς βορ-ραν взять \курс на что-л. перен ἀρχίζω κάτι· менять \курс ἀλλάζω πορεία·2. (учебный) ἡ διδασκαλία, ἡ σειρά μαθημάτων / τό ἐτος (год обучения):\курс лекций ἡ σειρά παραδόσεων студент третьего \курса ὁ τριτοετής φοιτητής· окончить \курс в университете τελειώνω τό πανεπιστήμιο·3. (учебник) τό ἐγχειρίδιο[ν]:краткий \курс ἡ ἐπιτομή·4. мед.:\курс лечения ἡ θεραπεία, ἡ κούρα·5. эк. (валюты и т, п.) ἡ ἀξία, ἡ τιμή:биржевой \курс ὁ£ τιμές τοῦ χρηματιστηρίου· ◊ быть в \курсе дела εἶμαι ἐνήμερος, εἶμαι γνώστης τῶν πραγμάτων вводить в \курс κατατοπίζω, ἐνημερώνὠ держать в \курсе событий κρατώ ἐνήμερο τῶν γεγονότων. -
70 лечение
лечени||ес ἡ θεραπεία, ἡ νοσηλεία, ἡ κούρα:курс \лечениея ἡ θεραπεία. -
71 подлечиваться
подлечивать||сяκά(μ)νω θεραπεία, κά(μ)νω κοῦρα. -
72 стрижка
стри́ж||каж τό κούρεμα (волос; тж. животных) / ἡ κουρά (тк. животных)/ τό κλάδε(υ)μα (деревьев):машинка для \стрижкаки ἡ κουρευ-τική μηχανή. -
73 тонзура
тонзураж ἡ κουρά, ἡ τριχοκουρία -
74 κουράν
κόρηgirl: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)κουράcropping: fem gen pl (attic doric ionic aeolic) -
75 κουρᾶν
κόρηgirl: fem gen pl (epic doric ionic aeolic)κουράcropping: fem gen pl (attic doric ionic aeolic) -
76 κουράς
-
77 κουρᾶς
-
78 κουρή
ἐπικουρέωto be an: pres subj mp 2nd sgἐπικουρέωto be an: pres ind mp 2nd sgἐπικουρέωto be an: pres subj act 3rd sgκουράcropping: fem dat sg (attic epic ionic)κουρῆι, κουρεύςbarber: masc dat sg (epic ionic) -
79 κουρῇ
ἐπικουρέωto be an: pres subj mp 2nd sgἐπικουρέωto be an: pres ind mp 2nd sgἐπικουρέωto be an: pres subj act 3rd sgκουράcropping: fem dat sg (attic epic ionic)κουρῆι, κουρεύςbarber: masc dat sg (epic ionic) -
80 κουραίς
См. также в других словарях:
κουρά — κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc/acc dual (attic ionic) κουρά̱ , κουρά cropping fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) κουράς painting on a ceiling fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρα — κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κούρᾱ , κόρη girl fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾷ — κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κούρᾳ — κούρᾱͅ , κόρη girl fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρά — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — I (Kura). Ποταμός (1.530 χλμ.) της νοτιοδυτικής Ασίας, που διαρρέει την Τουρκία, τη Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν. Πηγάζει από τα όρη Κισιριντάγι στη βορειοανατολική Τουρκία, και εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα, νότια του Μπακού. Έχει έκταση λεκάνης… … Dictionary of Greek
κούρα — η (λ. ιταλ.) 1. ιατρική περίθαλψη, δίαιτα, νοσηλεία: Κάνω κούρα. 2. ιατρική επίσκεψη: Χρωστάω στο γιατρό πέντε κούρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουρᾶ — κουρεύς barber masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράων — κουρά̱ων , κόρη girl fem gen pl (epic ionic aeolic) κουρά̱ων , κουρά cropping fem gen pl (attic epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουρᾶι — κουρᾷ , κουρά cropping fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουράν — κουρά̱ν , κουρά cropping fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)