Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κούνημα

См. также в других словарях:

  • κούνημα — το [κουνώ] 1. λίκνισμα, σάλεμα 2. αιώρηση, ταλάντευση 3. τράνταγμα, κλονισμός 4. νεύμα 5. στον πληθ. τα κουνήματα θηλυπρεπείς κινήσεις, ακκισμοί, καμώματα, νάζια …   Dictionary of Greek

  • κούνημα — το, ατος 1. σάλεμα, ταλάντευση, μετατόπιση. 2. σεισοπυγισμός: Τα κουνήματά της δείχνουν πως είναι απ εκείνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λίκνισμα — το [λικνίζω] 1. παλινδρομική κίνηση τής κούνιας τού μωρού, το κούνημα τής κούνιας 2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα …   Dictionary of Greek

  • κίνημα — τὸ (ΑΜ κίνημα, Μ και κίνημαν) [κινώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινώ, η κίνηση 2. σκίρτημα, ερεθισμός, διέγερση (α. «σαν τα κινήματα τής φαντασίας που ζωγραφίζουνε την ευτυχία», Σολωμ. β. «τὰ μὲν γὰρ τοῡ νοὸς κινήματα»., Σαθ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • κλονισμός — ο (Μ κλονισμός, ὁ, και κλόνισμα, τὸ) [κλονίζω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλονίζω*, κούνημα, τράνταγμα 2. μτφ. διαταραχή, διασάλευση («κλονισμός τής υγείας») 2. ιατρ. παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από ύπαρξη κλονικών… …   Dictionary of Greek

  • κούνισμα — κούνισμα, τὸ (Μ) κούνημα, δόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. *κουνίζω, υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. κούνησα τού κουνώ κατά το σχήμα κλονίζω: κλονώ] …   Dictionary of Greek

  • παρασάλεμα — ατος, το μικρή κίνηση, μετακίνηση, κούνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σάλεμα] …   Dictionary of Greek

  • πελαγισμός — ὁ, Α [πελαγίζω] 1. ο κλυδωνισμός, το κούνημα που γίνεται στο πέλαγος 2. η ναυτία, η ζάλη που προέρχεται από τον κλυδωνισμό στο πέλαγος …   Dictionary of Greek

  • σέικ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) είδος χορευτικής μουσικής και χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shake «κούνημα, τίναγμα» < ρ. shake «σείω, κουνώ»]. (II) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) ωκεαν. κυματανάπαλση, ρυθμική ταλάντωση τού νερού σε μια λίμνη ή σε μια μερικώς… …   Dictionary of Greek

  • σείσμα — το / σεῑσμα, ΝΜΑ, και σεῑσμαν Μ [σείω] η σείση νεοελλ. μσν. λίκνισμα, κούνημα τού σώματος κατά το βάδισμα («στο σείσμα και στο λύγισμα», Ερωτόκρ.) αρχ. συν. στον πληθ. τὰ σείσματα ψευδής κατηγορία για εκβιασμό …   Dictionary of Greek

  • ταρακούνημα — το, Ν [ταρακουνώ] πολύ ισχυρό κούνημα, συγκλονισμός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»