-
1 κούκκουμα
κούκκουμα, ἡ, = Lat.A cucuma, jar, POxy.1160.23 (iii/iv A. D.):— hence [var] Dim. [full] κουκκούμιον, τό, Arr.Epict.3.22.71; [full] κουκούμιον POxy. 1290.3 (v A. D.):—also [full] κούκουμος Stud.Pal.20.67.16 (ii/iii A. D.), Gloss.: pl. [full] κοκκόμανα PHamb.10.36 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κούκκουμα
См. также в других словарях:
κούκουμος — κούκουμος, ὁ (Α) βλ. κούκκουμος … Dictionary of Greek
κούκκουμος — και κούκουμος, ὁ (ΑM) είδος λέβητα, χάλκινο μαγειρικό σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. κούκκουμα] … Dictionary of Greek