Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κοχλιάρια

См. также в других словарях:

  • κοχλιάρια — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlearia < λατ. cochleare «κουτάλι» (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. ia] …   Dictionary of Greek

  • κοχλιάρια — κοχλιάριον spoon neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοχλιαρία ή κοχλιαρίδα — (Cochlearia). Γένος ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, της οικογένειας των σταυρανθών. Χαρακτηρίζονται από τον καρπό τους, που είναι σφαιρικός θύλακος. Πρόκειται για άτριχα φυτά, με ωραίο πράσινο χρώμα και λευκά λουλούδια, τα οποία ανθίζουν τον… …   Dictionary of Greek

  • COCHLEAR — species mensurae, de qua Salmas. ad Solin. p. 591. Qui de mensuris scribunt, concham aiunt tria cochlearia facere, nonaginta sex cochlearia sextarium implebant: ex Africano, καὶ ὁ ξέςτης ἄρα εἰς κοχλιάρια ἀναλύεται 96. Alias Cochlear, in escaria… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών …   Dictionary of Greek

  • μύστρον — μύστρον, τὸ (ΑΜ, Α και μύστρος, ὁ) κοχλιάριο, κουτάλι («ἑκάστῳ τῶν δειπνούντων δοθέντων μύστρων χρυσῶν», Ἀθήν.) μσν. μέτρο χωρητικότητας ίσο με δύο κοχλιάρια αρχ. 1. μυστίλη * 2. φρ. «μύστρου πλῆθος» πλήρες κοχλιάριο ως δόση φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek

  • επισπαστικά — Φάρμακα τα οποία όταν τοποθετηθούν πάνω στο δέρμα προκαλούν τοπική υπεραιμία· η ένταση της δράσης τους ποικίλλει ανάλογα με τη φύση της ουσίας που χρησιμοποιείται και τον τρόπο που τοποθετείται· έτσι, μπορεί να προκληθεί απλώς μία ερυθρότητα του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»