-
1 κού
οὔ, οὐin truth: proclitic indeclform (adverb)——————κέωto lie down: pres imperat mp 2nd sg (attic)κέωto lie down: imperf ind mp 2nd sg (attic)πούionic (enclitic indeclform adverb)ποῦwhere?ionic (indeclform interrog) -
2 κοῦ
-
3 κού
κου, πούionic (enclitic indeclform adverb) -
4 κου
-
5 κοὐ
Βλ. λ. κου -
6 κοὔ
Βλ. λ. κού -
7 κοῦ
Βλ. λ. κού -
8 κουφοτέρα
κοῡφοτέρᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc /acc comp dualκοῡφοτέρᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————κοῡφοτέρᾱͅ, κοῦφοςlight: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
9 κουφότερ'
κοῡφότερα, κοῦφοςlight: neut nom /voc /acc comp plκοῡφότερε, κοῦφοςlight: masc voc comp sgκοῡφότεραι, κοῦφοςlight: fem nom /voc comp pl -
10 κουφότερον
κοῡφότερον, κοῦφοςlight: adverbial compκοῡφότερον, κοῦφοςlight: masc acc comp sgκοῡφότερον, κοῦφοςlight: neut nom /voc /acc comp sg -
11 κούφα
κού̱φᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc /acc dualκού̱φᾱ, κοῦφοςlight: fem nom /voc sg (doric aeolic)——————κού̱φᾱͅ, κοῦφοςlight: fem dat sg (doric aeolic) -
12 κούφω
κού̱φω, κοῦφοςlight: masc /neut nom /voc /acc dualκού̱φω, κοῦφοςlight: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————κού̱φῳ, κοῦφοςlight: masc /neut dat sg -
13 κουφοτάτας
κοῡφοτάτᾱς, κοῦφοςlight: fem acc superl plκοῡφοτάτᾱς, κοῦφοςlight: fem gen superl sg (doric aeolic) -
14 κουφοτάτη
κοῡφοτάτη, κοῦφοςlight: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————κοῡφοτάτῃ, κοῦφοςlight: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
15 κουφοτάτων
κοῡφοτάτων, κοῦφοςlight: fem gen superl plκοῡφοτάτων, κοῦφοςlight: masc /neut gen superl pl -
16 κουφοτέραις
κοῡφοτέραις, κοῦφοςlight: fem dat comp plκοῡφοτέρᾱͅς, κοῦφοςlight: fem dat comp pl (attic) -
17 κουφοτέρας
κοῡφοτέρᾱς, κοῦφοςlight: fem acc comp plκοῡφοτέρᾱς, κοῦφοςlight: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
18 κουφοτέρων
κοῡφοτέρων, κοῦφοςlight: fem gen comp plκοῡφοτέρων, κοῦφοςlight: masc /neut gen comp pl -
19 κουφοτέρως
κοῡφοτέρως, κοῦφοςlight: adverbial compκοῡφοτέρως, κοῦφοςlight: masc acc comp pl (doric) -
20 κουφότατα
κοῡφότατα, κοῦφοςlight: adverbial superlκοῡφότατα, κοῦφοςlight: neut nom /voc /acc superl pl
См. также в других словарях:
κου — κοῡ, κου (Α) ιων. τ. βλ. πού, που … Dictionary of Greek
κού — κου , πού ionic (enclitic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κου Κλουξ Κλαν — (Ku Klux Klan). Μυστική ρατσιστική οργάνωση με δράση στις ΗΠΑ. Η ονομασία της μάλλον προέρχεται από το Kuklos (= κύκλος), φοιτητική λέσχη της πόλης Πουλάσκι στην πολιτεία Τενεσί. Εμφανίστηκε στις νότιες πολιτείες των ΗΠΑ μετά τον εμφύλιο πόλεμο… … Dictionary of Greek
κου — πού ionic (enclitic indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοὐ — οὐ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοὔ — οὔ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοῦ — κέω to lie down pres imperat mp 2nd sg (attic) κέω to lie down imperf ind mp 2nd sg (attic) πού ionic (enclitic indeclform adverb) ποῦ where? ionic (indeclform interrog) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κου-Κλουξ-Κλαν — η ονομασία δύο χωριστών και άσχετων μεταξύ τους τρομοκρατικών ρατσιστικών οργανώσεων τών Ηνωμένων Πολιτειών, από τις οποίες η μία συστάθηκε αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο και διατηρήθηκε ώς τη δεκαετία τού 1870 και η άλλη πρωτοεμφανίστηκε το 1915 … Dictionary of Greek
Κου Kάι-τσιν — (Ku K’ai chih, 4ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ζωγράφος. Πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του υπάρχουν μεταξύ των ετών 345 405. Ήταν ποιητής, ενεργός ταοϊστής και θεωρητικός της τέχνης, διάσημος στην εποχή του για τις προσωπογραφίες συγχρόνων του και… … Dictionary of Greek
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek
κουφότερ' — κοῡφότερα , κοῦφος light neut nom/voc/acc comp pl κοῡφότερε , κοῦφος light masc voc comp sg κοῡφότεραι , κοῦφος light fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)