-
1 κουφό-νοος
κουφό-νοος, zsgzgn κουφόνους, leichtes Sinnes, leichtsinnig; εὐηϑία Aesch. Prom. 383; ἔρωτες Soph. Ant. 613; auch κουφονόων τε φῠλον ὀρνίϑων, nach Brunck's Verbesserung für κουφονέων, 342, was der Schol. vielleicht auf νεῖν zurückführt, indem er allgemein erkl. κούφως καὶ ταχέως φερομένων. Auch in späterer Prosa, App. öfter, τὸ κουφόνουν = κουφόνοια, Hisp. 9. – Den eigenthümlichen plur. κουφόνοες hat Polemo physiogn. 1, 3; vgl. Lob. zu Phryn. p. 453. – Adv. κουφόνως, App. B. C. 4, 124.
См. также в других словарях:
κουφόνους — light minded masc/fem nom pl κουφόνους light minded masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνους — ουν (Α κουφόνους, ουν) ελαφρόμυαλος, αστόχαστος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κουφόνουν η κουφόνοια* («τῷ Καρχηδονίων κουφόνῳ», Αππ.) επίρρ... κουφόνως (Α) αστόχαστα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + νοῦς (πρβλ. κρυψί νους, μικρό νους)] … Dictionary of Greek
κουφόνουν — κουφόνους light minded masc/fem acc sg κουφόνους light minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνου — κουφόνους light minded masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνως — κουφόνους light minded adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνῳ — κουφόνους light minded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφόνοον — κουφόνοος light minded masc/fem acc sg κουφόνοος light minded neut nom/voc/acc sg κουφόνους light minded masc/fem acc sg κουφόνους light minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… … Dictionary of Greek
κουφόνοια — η (Μ κουφόνοια) [κουφόνους] ελαφρότητα νου, ακρισία, επιπολαιότητα … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
πτηνώδης — ῶδες, Μ [πτηνός] κουφόνους, κοκορόμυαλος … Dictionary of Greek