Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κουφιστικός

См. также в других словарях:

  • κουφιστικός — κουφιστικός, ή, όν (Α) [κουφίζω (II)] αυτός που ελαφρύνει από κάτι, ανακουφιστικός («κουφιστικὸς τῶν ἐπαχθῶν», Ιεροκλ.) …   Dictionary of Greek

  • κουφιστικόν — κουφιστικός lightening masc acc sg κουφιστικός lightening neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφιστικοί — κουφιστικός lightening masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουφιστικώτατοι — κουφιστικός lightening masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»