-
1 κούτσα
-
2 στραβά
επίρρ.1) криво; косо;τράβηξε στραβά τη γραμμή — он провёл линию криво;
2) набекрень;βάζω το σκούφο στραβά — надеть шапку набекрень;
3) ошибочно, неправильно; плохо;την έκανες στραβά τη δουλειά — ты плохо сделал работу;
στραβά κατάλαβες — ты неправильно понял;
§ τό παίρνω στραβά — неправильно понимать;
τό βάζω στραβά — что хочу, то и ворочу;
κουτσά στραβά — как-нибудь, кое-как, как попало;
κουτσά στραβά κι' ανάποδα — очень плохо, кое-как;
πάμε κουτσά στραβά κι' ανάποδα — живём кое-как
См. также в других словарях:
κούτσα — (I) η (Μ κούτσα) νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κουτσού, η κουτσαμάρα, η χωλότητα 2. ναυτ. κοινή ονομασία τής οξείας έδρας τού νομέα τών ξύλινων πλοίων 3. ναυτ. το κάτω μέρος τού επιδρόμου, η γνάθος 4. ναυτ. ο άντλος, το θαλάσσιο νερό που εισρέει στο… … Dictionary of Greek
κούτσα — η 1. η ιδιότητα του κουτσού, κουτσαμάρα. 2. το «κούτσα κούτσα», ως επίρρ., αργά, κουτσαίνοντας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσά — επίρρ. βλ. κουτσός … Dictionary of Greek
κουτσός — ή, ό (Μ κουτσός και κοτσός, ή, όν) (για πρόσ.) αυτός που έχει ελάττωμα στα πόδια ή που έχει ακρωτηριαστεί ένα του πόδι, χωλός νεοελλ. 1. (για έπιπλα) αυτός που τού λείπουν ένα ή περισσότερα πόδια 2. το ουδ. ως ουσ. το κουτσό είδος παιχνιδιού που… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κουτσο- — (Μ κουτσο ) α συνθετικό λ. τής Μεσαιωνικής και κυρίως τής Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το επίθ. κουτσός ή το επίρρ. κουτσά και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι κομμένο, κολοβωμένο (κουτσόγλωσσος, κουτσοκέφαλος,… … Dictionary of Greek
κουτσογραμματισμένος — η, ο αυτός που ξέρει λίγα γράμματα, που έχει ανεπαρκείς γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + γραμματισμένος] … Dictionary of Greek
κουτσοζώ — περνώ τη ζωή μου με στερήσεις, κατορθώνω με μεγάλη δυσκολία να επιβιώσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + ζω] … Dictionary of Greek
κουτσοπίνω — (σχετικά με κρασί) πίνω σιγά σιγά, λίγο λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * (< επίρρ. κουτσά) + πίνω] … Dictionary of Greek
κουτσούνα — η 1. κούκλα 2. μικρό καρβέλι ψωμιού 3. ο καρπός τού καλαμποκιού 4. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. κούτσα (διαλεκτ. τ.) «κούκλα» (πρβλ. ιταλ. cucciolo «νεογνό ζώου»] … Dictionary of Greek